Ο ΕΝΑΣ
ταν στη διάρκεια κάποιου
εσωγαλαξιακού ταξιδιού (δεν θυμάμαι τώρα πια από που), πριν 200 χρόνια
περίπου, όταν γνώρισα τον 1199/ 11/7, τον επιλεγόμενο: ο «Μοναχικός».
θα πρέπει να ‘ταν 4-5 χρόνια πριν την «Αλλαγή». Είχαμε
μαζευτεί στη μεγάλη αίθουσα του διαστημόπλοιου, όπου χειρονομώντας,
φωνάζοντας, υποστηρίζαμε τις απόψεις μας πάνω στο ζήτημα που γέννησε τελικά την
«Εσωτερική Αλλαγή».
Μέσα στην συμπλοκή των λόγων, των θορύβων, των κινήσεων,
κάποια στιγμή, το βλέμμα μου έπεσε στον1199/1/7, όπου και κόλλησε. Έστεκε στην
άκρη της κυκλικής αίθουσας, κοιτώντας, έξω από τον διάφανο θόλο, τη θάλασσα
των αστεριών. Η αντίθεση της σιωπής του είχε μια ένταση. Τα χείλη του φιλοξενούσαν
μια έκφραση αταξινόμητη. Ήταν η εικόνα του ανθρώπου που έχει φύγει, δραπετεύσει
από τον περίγυρό του. Κάποια αίσθηση ερωτηματικού μπήκε μέσα μου που με τράβηξε
κοντά του.
«Θάνατος στο Εγώ», του είπα (ήταν το σύνθημα του αγώνα).
Γύρισε. Και τότε ήταν που έπεσε πάνω μου μια ματιά ερημίτη
διαλυτική. Τόση, που φοβήθηκα πως θα με σκόρπιζε. „
Δε μίλησε. Μ’ έπιασε αμηχανία. Γι5
αυτό ξαναμίλησα:
«Για πού;»
«Για τον σταθμό 404», είπε απρόσμενα φιλικά, ώστε με
ξάφνιασε. Περίμενα κάτι άλλο σε τόνο φωνής.
«Ήξερα ότι ο δορυφορικός σταθμός 404 είναι από χρόνια
άδειος, εγκαταλειμμένος», του είπα χαρούμενος. Είχα αρπάξει μια άκρη
δυνατότητας για κουβέντα, που τόσο ήθελα.
«Και είναι ακόμα».
«Τότε γιατί εκεί;5 ρώτησα.
Έπιασα μιαν ελάχιστη σύσπαση των μυώνων
γύρω από τα μάτια του. Μετά, το βλέμμα του χάθηκε πάλι στη θάλασσα των
αστεριών.
Μας χώρισε σιωπή, που κράτησε απελπιστικά πολύ. Ένιωσα
ξανά αμηχανία. Δεν ήξερα αν έτσι μ’ έδιωχνε, ή σκεφτόταν την απάντηση που
έπρεπε να δώσει.
Η σιωπή συνεχιζόταν. Και η αμηχανία μου. Κάποτε, όταν είχα
πια απελπιστεί, είπε:
«Θα γυρίσω από κει μόνο κουβαλώντας την Αλήθεια». Το
πρόσωπό του είχε μια σοβαρότητα που νόμιζες ότι πίσω της παραμόνευε ένας
σαρκασμός αθέατος.
«Την αλήθεια; Για ποιο πράγμα;» τον ρώτησα, μετά από τόση
ώρα, που η ερώτησή μου φάνηκε ξεκρέμαστη.
Έπεσε ανάμεσά μας κάτι περισσότερο από σιωπή. Δεν θα
μιλούσε άλλο. Το κατάλαβα. Γι’ αυτό απομακρύνθηκα. Χώθηκα στη φιλοξενία του
θορύβου, της κουβέντας, της διαμάχης των άλλων. Λες και ήθελα να γλιτώσω από
κάτι, που, παρ’ όλα αυτά, με γοήτευε.
«Θα γυρίσω από κει μόνο κουβαλώντας την Αλήθεια».
Η φράση του
χοροπήδαγε στο μυαλό μου φρενιασμένα. Όχι, δεν ήταν τρελός. Θα στοιχημάτιζα οτιδήποτε
πάνω σ’ αυτή μου τη βεβαιότητα.
«Τί ξέρεις για τον σταθμό 404;» ρώτησα κάποιον που υπολόγιζα
ικανό για μια σωστή απάντηση, όταν φτάσαμε στη Γη, κι αφού πριν ο 1199/11/7
είχε κατέβει στον σταθμό.
«Ο 404 είναι τώρα σε παροπλισμό. Πριν χρόνια γίνονταν
πειράματα, έρευνες, εκεί, για επικοινωνία με το μικρόκοσμο, που
εγκαταλείφτηκαν».
«Άλλο;»
«Τίποτα».
«Είσαι σίγουρος;»
«Απόλυτα».
Έκανα ερωτήσεις σε λάθος κατεύθυνση. Η προϊστορία του
σταθμού δεν είχε καμία σχέση με την «Αλήθεια», που έψαχνε να βρει ο 1199...
Αυτό το κατάλαβα αργότερα. Μετά την «Αλλαγή». Κι όταν όλοι μιλούσαν για τον
1199..., που στο μεταξύ είχε επονομαστεί ο «Μοναχικός».
Απ’ ότι ξέρω, δεν είχε μιλήσει σε κανέναν άλλο για την
αναζήτησή του. Εγώ ήμουν εκείνος που πληροφόρησε την ανθρωπότητα για τον σκοπό
της παραμονής του στο σταθμό 404. Βλέπετε, μετά την επικράτηση της «Αλλαγής»,
ένας μοναχικός άνθρωπος προκαλούσε έντονες, τι λέω, θανάσιμες απορίες. Το
πράγμα έμοιαζε με ανεξήγητη εξέγερση. Με απόκλιση από πορεία τελειότητας. Και
να γιατί: 18.000 χρόνια μετά την πραγμάτωση της α’ ισότητας πάνω στα
πνευματικά και υλικά αγαθά και 10.000 χρόνια από τη δημιουργία της αναρχικής
κοινωνίας, θεωρήθηκε πως έπρεπε να εφαρμοστεί η β’ ισότητα. Η απόλυτη συναισθηματική
και πνευματική ταύτιση, δηλαδή. Η χαρά, ο πόνος κι όποιο άλλο συναίσθημα έπρεπε
να μοιράζονται όπως ένα υγρό σε συγκοινωνούντα δοχεία: απόλυτα ισομερώς.
Ο πρώτος που έριξε αυτή την ιδέα, που ήταν η έκφραση μιας
βαθύτερης και γενικής πανάρχαιας ανάγκης (ο φονιάς του εγώ, όπως είχε
ονομαστεί) είπε:
«Η δημιουργία θα μας συντρίψει. Είναι δίκαιο, αναγκαίο, να
πετύχουμε την ολοκληρωτική ταύτιση, ισότητα. Ν’ αφανίσουμε το εγώ. Η ποσότητα
ευτυχίας που ανήκει στους ανθρώπους υπάρχει σ’ έναν σταθερό αριθμό. Η ευτυχία
του ατόμου αφαιρείται από τη συνολική ποσότητα που ανήκει στο είδος. Και ο πόνος
το ίδιο. Είναι πια απαράδεκτη η συναισθηματική ανισότητα, όπως στο μακρινό
παρελθόν η ανισότητα στ’ αγαθά. Είναι κατώτερη των δυνατοτήτων μας. Του
τελικού μας στόχου. Θα καταστραφούμε αν δεν την αντιμετωπίσουμε. Αν οι συναισθηματικά
προνομιούχοι δεν παραχωρήσουν την ευτυχία που κλέβουν, λεηλατούν από το
σύνολο, τότε θα παρουσιαστεί ένα νέο προλεταριάτο, το πιο αποφασιστικό και
μαχητικό της ιστορίας μας, που θα φέρει την ισότητα β’ με όλα τα μέσα.
Θάνατος στο εγώ. Η ισότητα α’ πρέπει να ξεπεραστεί. Κι όταν
αυτό θα γίνει, θ’ αφήσουμε κληρονομιά στους ανθρώπους του μέλλοντος τη
δυνατότητα για την τελική ισότητα, που θα έχει συμπαντικές διαστάσεις.
Κατάργηση στη διαφορά που παρουσιάζει η κλίμακα ευφυίας μεταξύ των όντων.
Ισοπέδωση όποιας διαφοράς υπάρχει μεταξύ μιας ύπαρξης του μικρόκοσμου κι ενός
υπερνού. Ενός όντος κι ενός θεού. Αυτός είναι ο στόχος της προσπάθειας που
χαρίζουμε στο μέλλον».
Η διδασκαλία του «Φονιά του Εγώ», βρήκε υποστηριχτές, αλλά
κι εχθρούς. Γρήγορα, όμως, επικράτησε (σ’ εξακόσια χρόνια), παρά την αντίδραση
που αντιμετώπισε. Μερικά δισεκατομμύρια «εγώ» ενώθηκαν σ’
ένα «εμείς». Η ανθρωπότητα ένιωθε, σκεφτόταν, ως ένα σύνολο. Η ισότητα β’ είχε
πραγματωθεί. Τ’ απόλυτο είχε σχεδόν κατακτηθεί. (Ο 1199/11/7 αποτελούσε κείνο
το σχεδόν).
Ένα ανθρώπινο κύτταρο είχε αρνηθεί την ισότητα β’, την
ταύτιση με το σύνολο. Το θάνατο του εγώ.
Ο δορυφορικός σταθμός 404, με το σιωπηλό, αναρχικό,
(αναρχικό ενάντια στην αναρχία;) περιεχόμενό του, συμπλήρωνε το ερωτηματικό του
γύρω από τη Γη κάθε 3 ώρες 2’ και 3”, για 192 χρόνια τώρα, ψάχνοντας για την
«Αλήθεια». Κάτω στη Γη, η ανθρωπότητα μοίραζε την απορία και τα άλλα
συναισθήματά της σε 41.16Θ.504.133 ίσα μέρη. Η ιδέα της αναρχίας είχε
ξεπεραστεί, δίνοντας μια νέα διάσταση στην έννοια της, αρνούμενη τον εαυτό
της, εκτός από μια περίπτωση.
Ήταν μια ανταρσία η άρνηση του 11... ενάντια στ’ αδέλφια του που αποτελούσαν το συμπαγές
σύνολο; Ή, μήπως είχε ανακαλύψει την «Αλήθεια» του και τώρα, μόνος, απολάμβανε
τη μακαριότητά της, αρνούμενος να τη μοιραστεί με το σύνολο; Ή δεν την είχε
βρει κι έψαχνε ακόμα; Ή ...
Πάντως, τότε πολλά
ειπώθηκαν, χωρίς κάτι απ’ αυτό να βεβαιωθεί από τα γεγονότα. Το σίγουρο ήταν
πως όλοι, (ισομερώς πάντα) βασανιζόμασταν από την έλλειψη μιας σταθερής
απάντησης στο ερωτηματικό που μας τριγύριζε (κυριολεκτικά), δεκάδες, εκατοντάδες
χρόνια.
«Ήρθε ο Μοναχικός!»
Το νέο ήταν συνταρακτικό, απρόσμενο, απίστευτο και ξαπλώθηκε
αστραπιαία. Ο 11... είχε πραγματικά εγκαταλείψει τον δορυφορικό σταθμό 404. Άραγε
ερχόταν με την «Αλήθεια», που είχε υποσχεθεί ότι μόνο αν την κατακτούσε θα
γύριζε στη Γη; Θα την έλεγε; θα ταυτιζόταν μαζί μας συναισθηματικά; Η αναζήτησή
του, ή η αναρχία του είχαν τερματιστεί; Ή και τα δύο μαζί;
Ερωτηματικά που τώρα πια την απάντησή τους θα την είχαμε
γρήγορα. Δισεκατομμύρια μάτια έπεσαν διψασμένα πάνω του, ψάχνοντας αλύπητα κάθε
χιλιοστό του προσώπου, του κορμιού του. Φωτογραφίζαμε εκφράσεις, κινήσεις,
συσπάσεις. Διακόσια χρόνια αναζήτησης, στοχασμού, μοναξιάς, ανταρσίας ίσως, είχαν
φτιάξει ένα θώρακα γύρω του, που καμιά ερμηνεία δεν μπορούσε να περάσει. Ίσως
μερικές εικασίες μόνο.
Σ’ εμένα έδωσε μιαν αόριστη εντύπωση ερχομού κάποιου
φυσικού φαινόμενου. Μόνο που δεν μπόρεσα να πω αν το φαινόμενο θα ήταν πιο
κοντά σε μιαν άνοιξη, ή σε μια λαίλαπα.
Η σιωπηλή παρατήρησή μας κράτησε όσο χρόνο ο «Μοναχικός»,
χρειάστηκε να διασχίσει το διάδρομο μέχρι την αίθουσα υποδοχής. Μετά, οι πρώτες
ερωτήσεις ακούστηκαν όλο αδημονία:
«Ανακάλυψες την Αλήθεια που αναζητούσες;»
Μικρή σιωπή μεσολάβησε μέχρι την απάντηση, που ύψωσε την
περιέργειά μας βασανιστικά.
«Ναι», απάντησε.
Ο τόνος της φωνής του ήταν σταθερός, αλλά φανερά αγύμναστος
από τόσα χρόνια σιωπής.
«Θα την πεις;» συνεχίσαμε όλο λαχτάρα κι επιφύλαξη.
«Όχι».
Η απάντηση έπεσε σα μολύβι.
Η συνέχεια όμως έφερε ανακούφιση:
«Θα σας την δείξω, όμως».
«Θα ενωθείς μαζί μας συναισθηματικά;»
Λεύτερο κύμα ανακούφισης:
«Ναι».
Το επαναστατημένο κύτταρο είχε επιστρέψει στον ανθρώπινο
οργανισμό. Η αναρχία ενάντια στην αναρχία είχε τελειώσει. Η ισότητα β’ είχε
κυριέψει και το τελευταίο κομμάτι της ανθρωπότητας που καιρό τώρα την αρνιόταν.
Ένα συναίσθημα ικανοποίησης διαμοιράστηκε σ’ όλους μας.
.φρενιασμένη να εξαντλείτΌμως: Κάποια συναισθηματική αναταραχή παρουσιάστηκε αμέσως μετά την ένωση του 11... με το«Εμείς», της ανθρωπότητας. Η λαβή ενός αφόρητου πόνου μας έσφιξε όλους,σταματώντας σχεδόν την ανάσα μας. Και ήταν μόνο η αρχή.
Η αίσθηση της χαράς, της ψυχικής ευφορίας μας, λες και ρουφιόταν από τεράστια δίνη. Ό,τι είχε σε απόθεμα η μάζα των 41.16Θ.504.133 ανθρώπων από αυτό το συναίσθημα, άρχισε με ταχύτητααι!
Ποιο ήταν λοιπόν το σημείο που ξόδευε, σπαταλούσε αυτό το
τόσο πολύτιμο συναίσθημα;
Τ’ ανθρώπινα συγκοινωνούντα δοχεία της χαράς άδειαζαν. Σε
ποιο από αυτά γινόταν η διαρροή; Και πόσο θα κρατούσε;
Ένα κλάσμα πονούσε απόλυτα. Γι’ αυτό ξόδευε τ’
αποθέματα χαράς του συνόλου.
Φυσικά, οι υποψίες γρήγορα έπεσαν πάνω στον 11... Η καταστροφή είχε αρχίσει μόλις ενώθηκε συναισθηματικά
μαζί μας.
Πράγματι, αυτός αποτελούσε το σημείο διαρροής της συναισθηματικής
μας ευφορίας.
Γιατί άραγε;
Κανένας δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως μια ανθρωπομονάδα
ήταν δυνατό να κρύβει μέσα της τόσο πόνο! Να τον αντέχει! Διαμοιρασμένος αυτός
ο πόνος και κόντευε να εξαφανίσει όλο το είδος!
Το πράγμα έμοιαζε με πυρηνική διάσπαση του ατόμου του πόνου,
που είχε ελευθερώσει μια δύναμη καταστροφής ασύλληπτη!
Έμοιαζε ή ήταν; Και η αιτία; Ποια άραγε ήταν η αιτία τόσου
πόνου; Μήπως η «Αλήθεια» που είχε ισχυριστεί ο 11... ότι είχε ανακαλύψει; Κι αν ναι, με τί λέξεις περιγράφεται
μια τέτοια αλήθεια; Με τί μάτια αντικρίζεται; Με τί μέγεθος δυνάμεων
αντιμετωπίζεται αυτή η αλήθεια συναισθηματικός φονιάς; Με ποια αυταπάτη, έστω
σκεπάζεται;
Οι βράχοι των
ερωτημάτων έπεφταν απανωτά στον γεμάτο απορία νου μας. Αυτό, σε συνάρτηση με
τον πόνο, μας μούδιασε.
Τα θεμέλια του πολιτισμού μας της β’ ισότητας έτριξαν λίγο
αργότερα. Ο πόνος πια ήταν αφόρητος, αβάστακτος, απαράδεκτος. Η άβυσσος που
μας οδηγούσε διακρινόταν σ’ απόσταση κοντινού χρόνου.
Στο μεταξύ, ο 11... σιωπούσε (ή
μιλούσε για την αλήθεια του, σωπαίνοντας;)
Οι πρώτες αντιδράσεις άρχισαν να παρουσιάζονται:
«Πόσο ακόμα θα κρατήσει αυτό το μαρτύριο;» αναρωτήθηκαν
πολλοί.
Κι άλλοι: «Είναι μια δοκιμασία που θα περάσει. Δεν είναι
δυνατό μια ανθρωπομονάδα να δημιουργεί πόνο τόσο, που το σύνολο της
ανθρωπότητας να μην τον αντέξει. Τ’ αποθέματα πόνου του 11... πρέπει να εξαντλούνται».
Τα συναισθήματα της απορίας, της αισιοδοξίας, της οργής,
της έκπληξης κι όποια άλλα, εννοείται, διαμοιράζονταν σ’ όλους μας. Η αντίδραση
θα γεννιόταν απ’ ότι τελικά θα επικρατούσε στην πανανθρώπινη ένωση.
Αλλά, ό,τι είχε συμβεί μέχρι τότε έμοιαζε από μια άποψη με
παγόβουνο: το πολύ βρισκόταν στο αθέατο μέρος.
Ο 1199/11 Π ρουφούσε τα τελευταία αποθέματα της χαράς μας με ταχύτητα
που όλο μεγάλωνε. Σίγουρα: τα περιθώρια είχαν εξαντληθεί. Σε λίγο, ο πόνος θα
μας κυρίευε ολοκληρωτικά, θα σκότωνε κάθε επιθυμία για συνέχιση της .ζωής,
Έπρεπε λοιπόν να γίνει κάτι άμεσα. Αυτό το παραδέχονταν ακόμα κι όσοι πριν
λίγο ήταν αισιόδοξοι.
Τί άραγε;
Το γεγονός είχε πια ξεπεράσει το μαρτύριο, είχε μπει στα
όρια της θυσίας, του απόλυτου διλήμματος. Της ολοκληρωτικής καταστροφής. Στο
μακρινό παρελθόν, εκατομμύρια φορές, ο Ένας είχε θυσιαστεί για τους πολλούς.
Τώρα ζητιόταν τ5 αντίθετο. Για πρώτη φορά, το πρόβλημα ήταν αντάξιο
της εξέλιξης του πολιτισμού μας. Η λύση όμως;
Τώρα, τα θεμέλια του πολιτισμού μας δεν έτριζαν. Περίμεναν
το ελάχιστο σπρώξιμο για να σωριαστούν. Το μυαλό μας δεν ήταν πια μουδιασμένο.
Είχε παγώσει. Ο παγκόσμιος πόνος είχε φτάσει σε ύψη απροσδιόριστα. Γονατίζαμε.
Από τη μια πλευρά δεν έστεκε ο 11... κι από την άλλη εμείς. Όχι. Αυτό ήταν μόνο ό,τι φαινόταν.
Το βαθύτερο ήταν άλλο. Αυτό: το βάρος της ζωής ή μιας ιδέας μέτραγε πιο πολύ;
Πανάρχαιο ερώτημα, βέβαια, που μας
παρουσιάστηκε ξανά αιφνιδιαστικά, σε πλαίσια γεγονότων απρόβλεπτα. Κατάρα! Ποια
ήταν η αλήθεια του 11... που γεννούσε
τόσες μάζες πόνου; Και πώς την είχε σηκώσει μόνος;
Πώς ν’ αρνηθείς την αλληλεγγύη σ’ ένα συνάνθρωπο; Πώς να
δεχτείς τον θρυμματισμό της ενότητας; Ν’ αγνοήσεις την πρόκληση του Απόλυτου;
Αλλά, και πώς ν’ αφήσεις τη ζωή να σβήσει από ένα δίλημμα; Όποιο
δίλημμα; Αν η ιδέα είναι εκδήλωση της ύλης, τότε δεν πρέπει να υπάρχει
πρόβλημα. Ούτε όμως και μαρτύριο για την επιλογή. Και μαρτύριο υπήρχε. Αν,
πάλι, η ύλη είναι εκδήλωση της ιδέας, δεν θα ’πρεπε να υπάρχει φόβος για την
εξαφάνιση της ζωής. Και φόβος υπήρχε.
Τ’ ανηφόρισμα της θυσίας δεν τέλειωνε σε λόφο. Σκαρφάλωνε
σε βουνό ατέρμονο. Στον σταυρό του έπρεπε να καρφώσουμε τη ζωή! Είχαμε το
δικαίωμα για κάτι τέτοιο;
Το δικαίωμα; Και
βέβαια, το είχαμε Οι δυνάμεις μας έλειπαν.
Ο πολιτισμός μας σωριάστηκε με μιαν ομαδική κραυγή:
«Θάνατος!».
Ο 1199/11 Π μας περίμενε. Μας κοίταζε όπως ένας αυτόχειρας βλέπει το
μαχαίρι του να βυθίζεται στην καρδιά του, (υπάρχει και τέτοια ματιά).
Πριν ορμήσουμε πάνω του, λένε πως είπε:
«Τώρα έχετε την αλήθεια που σας αφήνω».
Για μια ακόμα φορά, οι πολλοί δεν είχαν αντέξει το βάρος
του Ενός. Γι’ αυτό τον σταύρωσαν.
Εκατομμύρια αγώνες, θυσίες, μιας πορείας για την τελειότητα,
φάνηκαν αδικαιολόγητοι, αδικαίωτοι, μάταιοι.
Αν ο κόσμος των ιδεών
φανταζόταν την ύλη, τότε η περίπτωση ήταν αυτοκτονία μ’ ανύπαρκτο μαχαίρι.
Τώρα, μετά από καιρό, βαδίζοντας σ’ ένα βάλτο ενοχής,
ψάχνουμε για την «αλήθεια» εκείνου που σταυρώσαμε.
Θέλω να ελπίζω πως θα τη βρούμε πριν μας ρουφήξει ο βάλτος
που διασχίζουμε. Τολμάω να πιστεύω πως ή αδυναμία που δείξαμε δεν ήταν αντάξιά
μας.
Είμαι σίγουρος πως ο άνθρωπος χρειάζεται μια ακόμα πίστωση
χρόνου. Σε κάποια από τις επόμενες συγκρούσεις του με το Απόλυτο, θα νικήσει.
Στο κάτω κάτω, κι αυτή του η δυνατότητα να δίνει μάχες που τις χάνει, είναι
μισή νίκη.
Δεν είναι δυνατό το αύριο να πνίγεται από ιστορίες του χτες.
Θα τον αντέξουμε τον
Σταυρό! Τον Σταυρό μιας θυσίας, ή της σκέψης ότι μας περιέχει ένας κόσμος χωρίς
αντίκρισμα ιδεών. Κι εδώ ακριβώς σφηνώνει το μέλλον στο παρόν. Και αντίστροφα.