Απόσπασμα από το μυθιστόρημα
«Η ΟΑΣΗ ΜΙΑΣ ΦΡΑΣΗΣ»
(1 έντυπη έκδοση + 1 σε e-book)
«Άδικα βασανίζεσαι. Υπήρξες σαφής,
κρυστάλλινος. Είναι ανόητο να πιστέψουμε πως ένας ευφυής άνθρωπος σαν τον
Μανουσάκη, δεν το είδε αυτό. Οπότε, η εξήγηση βρίσκεται σε κάτι που είπες εσύ:
Τα όσα συνέβησαν στη ζωή του Μανουσάκη, σε συνδυασμό με τη φιλοσοφία που
διατυπώνεις στα έργα σου, προκάλεσαν αυτό το εκρηκτικό αναρχομηδενιστικό μείγμα
στην ψυχή του. Κλασική περίπτωση ετερογονίας. Και οι βασικές θρησκείες μίλησαν για την αγάπη, αλλά είδαμε πως κάποιοι πιστοί
αιματηρά κατανόησαν αυτό τους το μήνυμα».
«Ράνια, δεν θέλω να μου πεις τι κατάλαβες
από τα έργα μου. Θέλω να μου πεις την περίληψη αυτού που ένιωσες από αυτά».
«Συμπτωματικά, την απάντηση στο ερώτημά σου
την έχω γράψει στο ημερολόγιό μου».
«Ποια είναι».
«Δεν πειράζει…».
«Δεν πειράζει… Εξηγήσου».
«Για την παγίδα του αιματηρού,
αινιγματικού, όλο οδύνη Κόσμου νιώσε αυτό: «Δεν πειράζει”.
«Το ένιωσες εσύ αυτό, Ράνια;».
«Ακόμα λυτρωτικά ταξιδεύω μέσα του. Είναι η
συγνώμη που παρέχει το θύμα που το ανεβάζει στα υψίπεδα του Θεού».
Μπαίνει ένα φως μέσα μου. Η αίσθηση μίας αλήθειας.
«Σ΄ ευχαριστώ καλή μου. Περίμενέ με. Θα
επιστρέψω σύντομα», λέω της Ράνιας και φεύγω για το δωμάτιό μου.
Λίγο αργότερα γράφω στον Η/Υ μου αυτό:
Κυρία Πολέμη, παρακαλώ θερμά στείλτε στον εντολέα σας το
κάτωθι μήνυμα:
«Για την παγίδα του αιματηρού, αινιγματικού, όλο οδύνη Κόσμου
νιώσε αυτό: «Δεν πειράζει”.
Άρης Μαυρίδης.
Εκτύπωσα το μήνυμα και αμέσως επέστρεψα στη
Ράνια.
«Διάβασε αυτό», της είπα.
Όταν τα μάτια της αναδύθηκαν από το μήνυμα
που είχα στείλει στον Μανουσάκη, μου είπε:
«Καλά, πρόκειται για κίνηση ματ. Με
κούφανες. Θα τον κάνεις ιχνηλάτη μίας αίσθησης που προβλέπω πως όταν τη νιώσει,
δεν θα είναι πια ο ίδιος. Αλλά ακόμα κι αυτό να μην συμβεί, το κυνηγητό αυτής
της αίσθησης θα του φάει χρόνια. Θα το τελειώσει σε βαθιά γεράματα. Και μέσα σε
κείνα τα πολλά χρόνια της αναζήτησής του, σίγουρα κάτι νέο θα σκεφτείς».
«Θα σκεφτούμε, Ράνια. Γιατί εγώ, απλώς
μεταβίβασα το δικό σου μήνυμα».
Δύο μήνες μετά. Στο ίδιο μέρος. Βράδυ, στο
κέντρο του καλοκαιριού. Στην αγκαλιά μίας θαλάσσιας αύρας.
Ράνια: «Τον φαντάζομαι, όλο και πιο έντονα,
να έρχεται κάποιο βράδυ σαν κι αυτό στο “Νησάκι” μας και σιωπηλός να κάθεται
δίπλα μας και ύστερα, όλοι μαζί ν΄ αγναντεύουμε τη θάλασσα, τα ασήμια του
φεγγαριού. Να νιώθουμε τα ίδια αισθήματα. Να μιλάμε όλη τη νύχτα, αμέτρητες
νύχτες στη γλώσσα της ψυχής. Και τέλος, εμείς οι οδοιπόροι μίας αίσθησης, να
λέμε: Δεν πειράζει. Ίσως μόνο έτσι, μόνο με αυτούς τους υπαρξιακούς όρους
μπορούσε να αναβλύσει μέσα μας το ωραιότερο των συναισθημάτων: Η Αγάπη».
Εγώ: «Ανατριχιάζω στη σκέψη πως θα ήταν δυνατόν
και να μην είχαμε υπάρξει, έστω κι όπως υπήρξαμε».
Ράνια: «Το έγραψες και στην ιστορία του
Ρόλλαν Αντύπα: “Πρέπει ν΄ αγαπήσουμε το Ανθρώπινο πεπρωμένο”, πρότεινες εκεί. Αλλά για πες μου, τελικά θα το ολοκληρώσεις το “μυθιστόρημα”
του Μανουσάκη και πότε;».