Απόσπασμα από το μυθιστόρημα:
«Η ΟΑΣΗ ΜΙΑΣ ΦΡΑΣΗΣ»
(1 έντυπη έκδοση + 1 σε e-book)
Σενάριο για ένα τέλος:
Κάποια έναστρη νύχτα πάνω από
τους τάφους ενός ζευγαριού αδικημένων, πονεμένων αυτοχείρων γερόντων: Ο Β. Μ. ατενίζοντας
το χάος μέσα στο οποίο λαμπίριζαν τ΄ αστέρια, μίλησε έτσι:
Δεν κοίταξες ποτέ κάτω.
Απουσίαζες στη Χιροσίμα, στο
Ναγκασάκι, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης,
στα γκουλάκ, στους σεισμούς, στις πλημμύρες σε όλες τις φυσικές καταστροφές,
στις επιδημίες, στις αλληλοσφαγές μας, από όλα τα κρεβάτια του πόνου, από τις
μάνες που έκλαιγαν τα παιδιά τους, από όλα τα άδικα που υπέστησαν και
προκάλεσαν τα πλάσματά σου. Δεν άκουσες ούτε μία προσευχή, μία ικεσία. Ποτέ δεν
σταμάτησες το Άδικο, το Κακό. Δεν επιβράβευσες τα αντίθετά τους. Η μοναδική
φορά που ήρθες κοντά μας ήταν για να μας υποσχεθείς τον αντίποδα αυτών που βιώσαμε,
όμως πέρα από τον Γολγοθά, κι αυτό όχι για όλους. Τη στιγμή που εμείς, απλώς
ακολουθήσαμε πιστά το ακατανόητα αιματηρό σενάριο της Ύπαρξης, το αγκάλιασμα
όλων με όλους, στο βάθος της ψυχής μας ποθήσαμε, ονειρευτήκαμε. Μας όρισες,
άγνωστο γιατί, ως επιδιορθωτές των ηθικών κακοτεχνιών του Κόσμου, χωρίς να μας
οπλίσεις με τα αναγκαία μέσα γι΄ αυτόν τον ρόλο. Έκρυψες στα πιο σκοτεινά
σημεία του νου μας τα κλειδιά της ερμηνείας του Υλικού Κόσμου, του και μόνου
απτά υπαρκτού. Και το πιο ακατανόητο, μας άφησες να σηκώνουμε το βάρος μίας
ενοχής που δεν μας ανήκει. Δεν μας εξήγησες ποτέ γιατί άφησες να χυθεί το αίμα
των αθώων. Γιατί μας έριξες μέσα στα άπειρα μεγέθη της Δημιουργίας Σου. Δεν μας
μίλησες ποτέ για την υπαρξιακή μας αθωότητα
Για όλα αυτά, η εξεγερμένη
ψυχή μου πόθησε τον παράδεισο του Τίποτα…
Ύστερα, Ο Β. Μ. έβγαλε από τη
μέση του ένα στιλέτο και αφήνοντας μία πρωτάκουστη κραυγή, το βύθισε στην
καρδιά του, εξαπολύοντας έτσι το Όχι του ενάντια στη Δημιουργία.