Ο Μαυράκης έχει παρκάρει το
αυτοκίνητό του στην άκρη του δάσους και τώρα βαδίζει αργά πάνω στην αμμουδιά
της ακτής, έχοντας δίπλα του τον Μπόρα. Ο Ταμιωλάκης τον παρακολουθεί από μακριά
με τα κιάλια του.
Υπάρχει ένα κόκκινο ολόγιομο
φεγγάρι λίγο πάνω από τη θάλασσα.
Υπάρχουν ναυαγημένες μνήμες μέσα
στην ψυχή του Μαυράκη, που τώρα βγαίνουν στην ακτή: Ένα μικρό κοριτσάκι τρέχει
πάνω στην ηλιόλουστη, ασημένια άμμο, κρατώντας ένα κουβαδάκι. Πίσω του ακολουθεί
μία νέα μελαχρινή γυναίκα, που δείχνει να το παρακολουθεί.
Είναι απόγευμα.
"Μαμά, βρήκα κι άλλο γαλάζιο
βοτσαλάκι", λέει γελώντας το κοριτσάκι.
Η γυναίκα πίσω σηκώνει τα χέρια της.
"Ένα ακόμα γαλάζιο βοτσαλάκι για τον Ροβύρο", συνεχίζει το
κοριτσάκι.
Η εικόνα σβήνει. Αλλά μία άλλη έρχεται:
Σούρουπο είναι, στην ίδια ακτή.
"Ροβύρο, αυτά τα γαλάζια
βοτσαλάκια τα μάζεψα για σένα", λέει το κοριτσάκι.
"Σ’ ευχαριστώ καρδιά μου. Σ’
ευχαριστώ παιδί μου".
Υπάρχουν τρεις αγκαλιασμένοι άνθρωποι στην ακτή.
Υπάρχει μία θάλασσα που μέσα της ταξιδεύουν δελφίνια, καΐκια, βαρκούλες,
άσπρα πανιά, όνειρα.
Υπάρχει μία εικόνα που πρόκειται να σφαγεί.