"ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ"
(9ης έκδοσης)
(σελίδα 127)
Ο
Μεγάλος Δολοφόνος, από την κορυφή των μυτερών, απόκρημνων βράχων,
κοιτούσε τις άσπρες κορυφές των μπλε κυμάτων που αυλάκωναν τη θάλασσα.
Στο βάθος, ο ήλιος που έγερνε κατά τη δύση, ήταν κρυμμένος από ένα
μεγάλο κόκκινο σύννεφο. Ο αέρας που φυσούσε έφερνε στα μάτια του
δάκρυα. Η κόκκινη ανταύγεια του ήλιου που χανόταν, ανακατεμένη με
το μπλε της θάλασσας, του φάνταζε σαν τεράστια φλόγα μίας φωτιάς που
πυρπολούσε τον ορίζοντα. Τα συναισθήματα που κούρνιαζαν μέσα του,
το 'ξερε, ήταν συναισθήματα της αρχής του τέλους.
Η έφοδος για τις έσχατες κορυφές
της ηδονής του Κακού, δε θ' αργούσε ν' αρχίσει. Και το σύνθημα θα το
'δινε αυτός.
Ο άνθρωπος θα καιγόταν αφήνοντας
τις στάχτες του στο Σύμπαν, που κι αυτό, με τη σειρά του, θα περίμενε
την πυρπόληση που εδικαιούτο. Ξανά για το σκοτάδι της αρχής. Για το
Τίποτα. Για τις πηγές του Μηδενός. Μέχρις εκεί, από τα μονοπάτια των
σπασμών της ολοκλήρωσης της ασέλγειας του Κακού, πάνω στο κορμί της Αλήθειας
του Κόσμου. Και μετά, μία αιώνια σειρά από εκρήξεις ηδονής.
«Εκεί υπάρχει η συμφιλίωση», φώναξε.
Ο ήχος των κυμάτων που χτυπούσαν στη βάση των βράχων, κατάπιε τη φωνή
του.
«Το φως είναι ένα εξουδετερωμένο
σκοτάδι. Η αγάπη μία εξουδετερωμένη κακία. Φως και αγάπη, νικητές
που στέκουν πάνω από τα ζωντανά κορμιά των αντιπάλων τους. Που διαρκώς
χρειάζεται ν' ανανεώνουν τη νίκη τους. Αγάπησα το σκοτάδι, το Κακό,
μόνο και μόνο για την ύπαρξη του Ενός. Για το σταμάτημα κάθε διαμάχης.
Για την παντοτινή γαλήνη που φέρνει η κατάργηση της δυαδικότητας της
δομής του Κόσμου», φώναξε και πάλι ο Μεγάλος Δολοφόνος.
«Αυτή είναι η διαφορά και η ομοιότητά
μας με την Ουτοπία», σκέφτηκε.