5/4/07 (305)
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ: www.STRANGE.gr (τεύχος 97 Απρίλης 07).
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΦΛΩΡΑΚΗΣ
Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ
Πού στοχεύει κάποιος επιστήμονας όταν αρχίζει να μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε άκακα, αγαθά όντα, γεμάτα αγάπη, ενεργοποιώντας τους ειρηνικούς δέκτες του εγκεφάλου τους; Στην κατάλυση της αντιπαράθεσης του ανθρώπου με τον άνθρωπο; Στη δημιουργία μίας τέλειας ηθικά κοινωνίας, με όποιες απρόβλεπτες συνέπειες συνεπάγεται αυτό;
Όταν το χωροχρονικό συνεχές μεταβάλλει τον Χρόνο από ευθύγραμμο σε παλλόμενο, τότε αρχίζουν να συμβαίνουν γεγονότα εξωφρενικά. Όπως: Το μέλλον εισβάλλει στο τώρα, το τώρα στο παρελθόν, το οποίο επανορθώνει σε ηθική βάση, και άλλα πολλά. Για ποιο σκοπό συμβαίνει η αναθεώρηση του παρελθόντος; Γιατί ξαναγράφεται η Ιστορία του Ανθρώπου και των όντων από την αρχή της; Γιατί παρουσιάζεται το «Σύμπαν-Σωσίας»; Πρόκειται άραγε για μία αποκατάσταση του Γίγνεσθαι; Ή για μία κατάρρευση των φυσικών νόμων; Ή για μία αναρχομηδενιστική εξέγερση του Όλου ενάντια στους νόμους που το δομούν; Ή για μία γλυκιά ευθανασία ενάντια στα όντα;
Ποιος, τι και γιατί εξοντώνει όλους τους ανθρώπους με «υψηλό δείκτη ανθρωπισμού»; Το γονίδιο-φονιάς, οι σατανιστές, το πνεύμα του Κακού, ο φυσικός νόμος της επιλογής; «Το Σύνδρομο του Χάους», η «Έκλειψη του Θεού»;
Σίγουρα τέτοιες παράξενες ερωτήσεις δεν τις ακούμε κάθε μέρα. Τις σκέφτηκε όμως για όλους μας ο Διαμαντής Φλωράκης, ένας συγγραφέας που κατάφερε να στοχαστεί πάνω στα «όρια της ύπαρξης» και να αποκωδικοποιήσει λογοτεχνικά τα σύνορα του σύμπαντος και του Θεού. Πολλοί επώνυμοι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών έγραψαν για αυτόν και μίλησαν για τα έργα του με τα καλύτερα λόγια. Τον ονόμασαν διαστημικό Δον Κιχώτη, είπαν ότι είναι ο σημαντικότερος συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας στην Ελλάδα, ότι ο λογοτεχνικός του λόγος ξεπερνάει τα καθιερωμένα και διαλύει σε πολλά κομμάτια τα γνωστά και άγνωστα μοτίβα της συγγραφικής τέχνης.
Ο ίδιος ο Διαμαντής Φλωράκης όμως ακόμα και σήμερα που πλησιάζει τα 72 του χρόνια, παραμένει σχεδόν άγνωστος στον πολύ κόσμο, ενώ αν τον ρωτήσεις με στόμφο για τα έργα που έχει γράψει και τη ζωή του, θα σου απαντήσει με μια αξιοζήλευτη λιτή πνευματικότητα… «Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1935 και έχω εκδώσει 20 βιβλία, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων ανήκει στον χώρο του φανταστικού». Αυτό... τίποτα άλλο! Έτσι περιγράφει το λογοτεχνικό του σύμπαν…
Τον γνώρισα σε ένα καφέ της Αθήνας, αφού μου απάντησε αμέσως σε ένα e-mail που του έστειλα… κουβεντιάσαμε για ώρες και ομολογώ ότι ενώ τον βομβάρδισα με διάφορες ερωτήσεις μού απάντησε σε όλες χωρίς να κομπιάσει και να μου αρνηθεί κάτι σε κανένα σημείο της συζήτησής μας. Ομολογώ ότι το θεωρώ τιμή μου. Όταν τον ρώτησα αν μπορώ να παρουσιάσω μέρος της κουβέντας μας στους αναγνώστες του Strange δέχθηκε με χαρά…
Κώστας «Kastar» Σταθόπουλος
Κώστας Σταθόπουλος: Κύριε Φλωράκη, θα ήθελα να μου μιλήσετε λίγο για εσάς, για τα ενδιαφέροντά σας και για την απόφασή σας να ξεκινήσετε τη συγγραφική καριέρα και τα γεγονότα που συνέβαλαν σε αυτό.
Διαμαντής Φλωράκης: Έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα σε ηλικία 12 χρόνων. Ήταν ένα μυθιστόρημα S.F. με τίτλο Ταξίδι στη Σελήνη. Το πώς και γιατί ενεργοποιήθηκε τόσο πρόωρα αυτή μου η επιθυμία, η τάση, δεν το γνωρίζω. Ίσως έπαιξε κάποιο ρόλο η βιβλιοθήκη του πατέρα μου (με έργα των Ντοστογιέφσκι, Β. Ουγκό, Χάμσουν, Σταντάλ, Βερν, Δουμά και άλλων) την οποία λεηλάτησα μέχρι την τελευταία της σελίδα, μαγεμένος από το λογοτεχνικό σύμπαν που συνάντησα εκεί, αλλά και κάποια παιδικά περιοδικά εκείνης της εποχής, όπως Το Ελληνόπουλο, Ο Θησαυρός των Παιδιών, με ωραίες παιδικές διασκευές κλασικών έργων. Τα ενδιαφέροντά μου: Η οικογένεια, οι φίλοι, το γράψιμο, το διάβασμα, το Internet και όχι πια η μουσική, λόγω πρόσφατων προβλημάτων ακοής...
Κ.Σ.: Θα ήθελα να μας περιγράψετε πως εξελίχθηκε η οπτική σας στη διάρκεια του μακροχρόνιου συγγραφικού σας έργου, και ποιες ήταν οι αιτίες (ή οι αφορμές) που προκάλεσαν αυτή την εξέλιξη.
Δ.Φ: Θα μιλήσω μόνο για τις κορυφογραμμές των μεταβολών της οπτικής μου θεώρησης του Κόσμου.
Χρειάστηκε κάποτε να μεταφέρω μία άγνωστή μου μεσόκοπη γυναίκα σε νοσοκομείο, η οποία είχε χτυπηθεί από εγκεφαλικό επεισόδιο. Στη διάρκεια της διαδρομής μας προς το νοσοκομείο, είδα και ένιωσα την αγωνία και τον πόνο εκείνης της μοναχικής γυναίκας, η οποία, με το βλέμμα της, είχε χατζωθεί πάνω μου. Ένας τεράστιος θάλαμος γεμάτος από βογκητά, επικλήσεις βοήθειας και σιωπές ετοιμοθάνατων με τύλιξε ασφυκτικά στην αίθουσα που καταλήξαμε. Τότε ήταν που αναδύθηκε από μέσα μου η ιδέα του βιβλίου: «ΤΑ ΠΟΝΟΤΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ». Η βασική μεταβολή της μέχρι τότε ματιάς μου θεώρησης του Κόσμου. Η γένεση μιας αναρχικής στάσης απέναντι στην Αιτία δημιουργίας του Κόσμου, για τους όρους της Ύπαρξης, για την αλληλοσφαγή των όντων, τον πόνο τους, για το υπαρξιακό άλυτο αίνιγμα που είχαν καταδικαστεί να προσπαθούν να λύσουν. Τότε ήταν που φαντάστηκα έναν Θεό να πλένει τα πόδια των δημιουργημάτων Του. Την υπέρτατη συμφιλίωση των όντων και του Δημιουργού τους. Τότε ήταν που ο υπαρξιακός αναρχισμός μου μετατράπηκε σε παράπονο, απορία για την οδύνη της κάθε ύπαρξης. Και αργότερα, σε ελπίδα, σε σχεδόν βεβαιότητα πως υπάρχει ένα Επέκεινα στον αντίποδα του αιματηρού Κόσμου που ζούμε και μία επαρκής εξήγηση για την σκοπιμότητα ύπαρξης του αίματος και του πόνου που βίωσαν όλα τα όντα. Τότε ήταν που φαντάστηκα το λιοντάρι να γλύφει το κεφάλι του ζαρκαδιού.
Κ. Σ.: Σε εξώφυλλα ορισμένων μυθιστορημάτων σας έχετε τον υπότιτλο «μυθιστόρημα ουτοπίας». Τι σημαίνει αυτό;
Δ. Φ.: …Ουτοπίας και εσχατολογικής Ουτοπίας… Σημαίνει αυτό που λέει η λέξη: εκτός τόπου. Το μη πραγματοποιήσιμο. Δεν πιστεύω πως το ανθρώπινο μακρινό μέλλον προβλέπεται (εκτός εκείνου που αφορά την ηθική του αναβάθμιση που θεωρώ σίγουρη και προβλέψιμη) από τον άνθρωπο. Ακόμα και αν γνωρίζαμε όλη την εντελέχεια των ιδιοτήτων μας, θα ήταν απίθανο να φανταστούμε το μακρινό Αύριο. Κι αν σε αυτό το σκοτεινό φράγμα που μας κρύβει τη θέα προς το μέλλον προσθέσουμε και το πιο αδιαπέραστο φράγμα του σκοπού, ή μη της Δημιουργίας, του Τυχαίου ή του Θεού δηλαδή, τότε σίγουρα το μέλλον δεν προβλέπεται, ούτε στέλνει την εικόνα του προς την ενόρασή μας, αν αυτή υπάρχει.
Θεωρώ τα βιβλία μου που μιλάνε για το αύριο, ως αντιπαράθεση εικόνων προς τις άπειρες εικόνες που εκπέμπει το χωροχρονικό συνεχές στην ανθρώπινη ψυχή και διάνοια. Ακόμα, τα θεωρώ ως υπόδειξη, ως έκφραση αναρχίας, ως παράπονο, απορία στην αιματηρή όλο πόνο και δάκρυα δομή του…
Κ.Σ.: Δηλαδή δεν πιστεύετε στα οράματα που έχουν προβάλλει μέσα από τα βιβλία τους διάφοροι συγγραφείς της Επιστημονικής Φαντασίας, όπως π.χ. ο Άρθουρ Κλαρκ και ο Ισαάκ Ασίμωφ, που μιλούν για μια «επιστημονική» διακυβέρνηση του κόσμου από μια φωτισμένη ελίτ; Αυτοί φαίνεται να πιστεύουν ότι η ανθρώπινη ζωή θα μπορούσε να μετατραπεί από χάος (και πολλές φορές τραγωδία) σε μια παραδεισένια κατάσταση, μέσα από την «παγκοσμιοποιημένη» επιβολή μιας νέας τεχνολογίας και ενός νέου «φωτισμένου» τρόπου σκέψης.
Από την άλλη, όμως, μήπως αυτό το όραμα είναι και μια από τις λιγοστές διεξόδους της Ανθρωπότητας, αφού βλέπουμε ότι με το σημερινό μοντέλο τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά και οδεύουμε προς διάφορες καταστροφές, όπως π.χ. την οικολογική
Δ. Φ.: Κατά πρώτον δεν πιστεύω στις φωτισμένες ελίτ. Πιστεύω στις φωτισμένες «ψυχούλες». Σε αυτήν τη μειοψηφία των συνανθρώπων μας που έστω και αργά, σε ρυθμό επέκτασης σταλαγμίτη, αυξάνεται (αλλά διαρκώς σταυρώνεται) ελπίζω στον ερχομό της ανθρωπιάς. Της υπαρξιακής αλληλεγγύης. Η ουτοπία της Αγάπης θα υλοποιηθεί όταν η ανθρωπότητα δεν θα σταυρώνει τις ψυχούλες της. Όταν δεν θα υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος χωρίς αγάπη για ό,τι ανασαίνει. Σας διαβεβαιώνω πως οι «ψυχούλες» που υπάρχουν γύρω μας, αν και σταυρώνονται, όλο και πληθαίνουν. Αυτοί είναι το μέλλον μας, αυτοί και η σωτηρία του είδους μας. Αλλά και η δικαίωση του Δημιουργού. Αυτός ο Κόσμος θα σωθεί από την Αγάπη. (Αυτή τη ρήση τη νιώθω σαν κάτι περισσότερο από ευχή).
Το οικοδόμημα της ύπαρξής μας πάσχει από ηθελημένες ηθικές «κακοτεχνίες» της δημιουργού Αιτίας του. Δέχομαι το κάθε όραμα που συμβάλει στην επιδιόρθωση αυτών των «κακοτεχνιών».
Κ. Σ.: Στο μυθιστόρημά σας Στα Ίχνη του Ανύπαρκτου που εκδόθηκε το 1986, έχετε για κεντρικό ήρωα έναν υπερυπολογιστή. Για ποιον λόγο; Πιστεύετε ότι κάποτε ο κόσμος μας θα εναποθέσει όλες του τις ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον, στις αυτόνομες σκέψεις και λειτουργίες τεράστιων υπολογιστικών μονάδων;
Δ. Φ.: Δεν πολυπιστεύω πως είναι πιθανό να συμβεί κάτι τέτοιο. Απλώς, το εύχομαι… Γιατί μόνο ένας τέτοιος υπερυπολογιστής (ικανός να αυτοπολλαπλασιάζει την ευφυΐα του) θα ήταν ικανός να αναζητήσει τα ίχνη της ύπαρξης του Θεού, μια αναγκαιότητα που προέκυψε, όπως θα θυμάστε, σε εκείνη τη φανταστική υλιστική κοινωνία που περιγράφω στο βιβλίο, από το γεγονός πως μία ξεχασμένη ψυχική αρρώστια, ο έρωτας, είχε ξαναεμφανιστεί. Νομίζω πως ο Άνθρωπος, μέχρι το τέλος της ιστορίας του, δεν θα μπορέσει να ξεφύγει από το βαρυτικό πεδίο της εικασίας για να φτάσει στη βεβαιότητα της μέγιστης σε σημασία Αλήθειας, που είναι το «Ναι» ή το «Όχι» της ύπαρξης του Θεού. Και μάλλον είναι καλό αυτό, γιατί η βεβαιότητα του Ναι, σίγουρα θα κατέλυε την όποια ελευθερία κατέχουμε. Το Καλό, σε αυτή την περίπτωση, θα ήταν ένας καταναγκασμός. Δηλαδή μία άπειρη αποτυχία του!
Φαντάζομαι έναν Θεό συγκαταβατικό, ακόμα και αδιάφορο στο αν οι άνθρωποι τον ψάχνουν ή τον αρνούνται. Αλλά άπειρα ενδιαφερόμενο για την επιλογή τους προς το Καλό. Έναν Θεό, της παροχής από μέρους του της Υπέρτατης Συγγνώμης προς τα όντα του για όποια τους πράξη. Έναν Θεό, τέλος, που θα έχει μία επαρκή εξήγηση για τον αλληλοεξοντώμενο κόσμο των όντων που έπλασε.
Κ.Σ: Είναι ενδιαφέρον ότι οι περισσότεροι σημαντικοί συγγραφείς της Επιστημονικής Φαντασίας βασανίζονται από ανάλογα θεολογικά προβλήματα και από ερωτήματα όπως «Τι είναι ο Θεός», «Ποιο είναι το Νόημα της Ύπαρξής εδώ;», «Πού είναι ο Θεός και γιατί δεν είναι Εδώ;» κλπ. Είναι λίγο παράξενο, από τη στιγμή που το θέμα μοιάζει να ξεφεύγει από την «Επιστημονική» πλευρά της Φαντασίας. Πώς δικαιολογείτε αυτόν τον έντονο προβληματισμό;
Δ.Φ.: Από την πλευρά μου πιστεύω πως όλο το φάσμα της λογοτεχνίας, ρεαλιστικής ή φανταστικής, πάσχει από έλλειψη της προβληματικής που αναφέρατε.
Κ. Σ.: Ποια είναι η γνώμη σας για τη σημερινή ελληνική Επιστημονική Φαντασία και τη Λογοτεχνία του Φανταστικού; Υπάρχει άραγε μέλλον σε αυτό το ούτως ή άλλως δύσκολο και ελάχιστα δημοφιλές είδος στη χώρα μας; Εξηγήστε μας επίσης γιατί είναι τόσο δύσκολο κάποιος ακόμα και σήμερα να βρει τα βιβλία σας. Γνωρίζω τη στάση σας απέναντι στους μεγαλοεκδότες και στην εμπορικότητα, μιλήστε μας και γι’ αυτό…
Δ. Φ.: Η ελληνική Επιστημονική Φαντασία και η Λογοτεχνία του Φανταστικού, στον βαθμό που τις γνωρίζω, μου θυμίζει μία παροιμία που λέει: «Μικρό χωριό, μεγάλα προβλήματα». Έχουν ολιγάριθμο κοινό, αν και φανατικό. Κατά πολύ μικρότερο, όμως, εκείνου που διαβάζει ξένη Ε.Φ. και Λογοτεχνία του Φανταστικού. Διασπορά (αλλά και αντιπαλότητα κάποιες φορές) των δυνάμεων που τη δημιουργούν και τη στηρίζουν. Και κάποια υπολείμματα προκατάληψης απέναντί της, ως «αμερικανόφερτης κουλτούρας». Και τέλος, ο ολοφάνερος επηρεασμός της από την αμερικάνικη σχολή, είναι νομίζω οι βασικές αιτίες που ταλαιπωρούν αυτές τις λογοτεχνίες μας. Αλλά το τώρα της είναι καλύτερο από το χτες της. Και το μέλλον της θα είναι ακόμα καλύτερο, πιστεύω.
Τα βιβλία μου είναι δύσκολο να βρεθούν γιατί απλά βρίσκονται σε λίγα βιβλιοπωλεία (στα ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία είναι πιο εύκολο να τα βρει κάποιος). Και βρίσκονται σε λίγα βιβλιοπωλεία γιατί δεν είχαν ποτέ πίσω τους έναν δυνατό, σωστό εκδότη να τα στηρίξει. Γιατί γράφτηκαν από έναν συγγραφέα που δεν αποδέχτηκε τους όρους με τους οποίους παρέχεται η δημοσιότητα από εκείνους που την ορίζουν (κόμματα, Μ.Μ.Ε., παρέες και άλλα δεινά). Πάντως, την όποια κυκλοφορία τους την οφείλουν στη σύσταση από στόμα σε στόμα που τους δώρισαν οι απλοί αναγνώστες τους, τους οποίους αισθάνομαι την υποχρέωση να ευχαριστήσω μέσω του περιοδικού σας.
Κ. Σ.: Η πρόκληση του «απόλυτου», η «εσχατολογική ουτοπία», η «έκλειψη του Θεού», η αιώνια μάχη του «καλού» και του «κακού», το «σύμπαν σωσίας», είναι κάποιοι οντολογικοί προβληματισμοί σας στις ιστορίες σας, που δημιουργούν στον αναγνώστη απανωτά σοκ σκέψης. Γιατί διαλέξατε αυτού του είδους τις λογοτεχνικές αναφορές; Πόσο σας απασχολούν; Πιστεύετε, όπως φαίνεται μέσα από τα βιβλία σας, ότι η «μεγάλη» απάντηση στους ατέρμονους φιλοσοφικούς στοχασμούς της ανθρωπότητας είναι η δύναμη της αγάπης;
Δ.Φ.: Αισθάνομαι την ανθρώπινη Ιστορία ως μια αιματηρή, όλο δάκρυα, πόνο και αίμα πορεία, μέσα σε μία αινιγματική έρημο. Και πιστεύω πως το υπέρτατο καθήκον του Ανθρώπου είναι η υπαρξιακή αλληλεγγύη, το δόσιμο του χεριού μας προς τους άλλους, προκειμένου να διασχίσουμε την αινιγματική έρημο της Ύπαρξης, να μειώσουμε έτσι τον πόνο όλων των όντων, μέχρι να μας δεχτεί το Επέκεινα, όπου η μέγιστη ουτοπία μας (ο θάνατος του θανάτου) θα έχει υλοποιηθεί, ή θα μας καταπιεί το μηδέν της ανυπαρξίας. Η προσπάθειά μας να λύσουμε το Αίνιγμα της Ύπαρξης (και τα όποια άλλα πολιτικά, κοινωνικά παράγωγα υποπροβλήματα παράγει το Αίνιγμα) ακόμα κι αν δεν είναι μάταιη, πρέπει να μη σπαταλά πνευματικές και άλλες δυνάμεις, από την πραγμάτωση της μεταξύ μας Αγάπης. Να μη μας φέρνει σε αντιπαράθεση. Αν αυτό το Χωροχρονικό Συνεχές που μας περιέχει είναι νεκροταφείο των πιο ωραίων ονείρων μας, άδειο από σκοπό, χαοτική αιτία του εαυτού του, τότε ας του δώσουμε εμείς ένα νόημα στο μη-νόημα της ύπαρξής του.
Τελειώνοντας, για όσους, μέσα από όσα είπα, ψάχνουν το στίγμα της θέσης μου, έχω να πω αυτό: Ο Θεός ή το Τίποτα ήταν οι μόνες λογικές εκδοχές. Κι αφού δεν ζούμε μέσα στο Τίποτα, τότε η μοναδική αιτία της ύπαρξης είναι ο Θεός, στον οποίο αισθάνομαι την ανάγκη να απευθύνω την ιερόσυλη ερώτηση: «Γιατί ήταν αναγκαίο να κατασπαραχτεί το αθώο ελαφάκι (το κάθε ελαφάκι) από εκείνο το σαρκοφάγο (το κάθε σαρκοφάγο);»
Μέσα σε αυτή την ερώτηση-απορία, έσβησα την παλιά υπαρξιακή οργισμένη μου αναρχία.
Διατηρώ μία έντονη ελπίδα πως θα πάρω μία ικανοποιητική απάντηση.
Κ.Σ. Ας φύγουμε όμως λίγο από το μεγάλο μυστήριο γύρω από τον Θεό, και ας μιλήσουμε και για κάποια «μικρότερα» μυστήρια της κόσμου μας, τα οποία σίγουρα προβληματίζουν έναν συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας. Τι πιστεύετε π.χ. για το θέμα της εξωγήινης ζωής, το οποίο μας απασχολεί έντονα στο Strange; Τι πιστεύετε για το θέμα των UFO και των υποτιθέμενων επισκέψεων εξωγήινων στον πλανήτη μας; Υπάρχει κάποια σημαντική αλήθεια πίσω από αυτά;
Δ.Φ: Η εξωγήινη ζωή πιθανότατα υπάρχει. Όμως, φοβάμαι πως η μοναξιά του είδους μας δεν θα καταλυθεί εξ αιτίας του τεράστιου χωροχρονικού φράγματος που μας αλληλοχωρίζει από αυτήν. Εκτός αν άλλα όντα, ή εμείς ανακαλύψουμε τρόπους επικοινωνίας που θα μπορούν να σπάσουν το φράγμα που ανάφερα πιο πάνω.
Κ.Σ.: Επίσης, θα ήθελα να μου πείτε τι πιστεύετε για το θέμα των άγνωστων ή ανεξερεύνητων ανθρώπινων δυνάμεων, όπως π.χ. οι «Δυνάμεις Ψ» (δηλαδή η Τηλεπάθεια, ο επηρεασμός της Ύλης από το Πνεύμα, κλπ.) Τι πιστεύετε ότι κρύβεται πίσω από αυτά;
Δ.Φ: Πιστεύω πως το είδος μας κατέχει τεράστιες δυνάμεις, κυρίως ηθικές (μέσα στις οποίες συμπεριλαμβάνονται κι αυτές που αναφέρατε) οι οποίες κάποτε θα τον βοηθήσουν να γίνει ένας καλοκάγαθος υπεράνθρωπος.
Κ.Σ.: Πώς βλέπετε το γεγονός ότι σήμερα πολλοί άνθρωποι φαίνεται να ενδιαφέρονται για όλα τα προηγούμενα, αλλά να εξακολουθεί να υπάρχει και μια γενικευμένη άγνοια και σύγχυση για αυτά;
Δ. Φ.: Είναι η βαρύτητα της Βιομέριμνας, που δεν μας επιτρέπει, προς το παρόν, να πετάξουμε προς τα ύψη του πεπρωμένου μας.
Κ.Σ: Επίσης, πώς δικαιολογείτε το γεγονός ότι ενώ ζούμε σε «εποχές επιστημονικής φαντασίας» πλέον, με τις απίστευτες δυνατότητες που μας δίνει η τεχνολογία, το ευρύ κοινό εξακολουθεί να αδιαφορεί για την επιστημονική φαντασία, ειδικά εδώ στην Ελλάδα;
Δ. Φ: Λίγο πολύ, αυτό συμβαίνει παντού. Η Ε. Φ. χρειάζεται κοινωνικό υπόβαθρο αναπτυγμένης επιστημονικά χώρας για να παραχθεί και να ανθίσει. Η Ελλάδα δεν είναι ακόμα μια τέτοια χώρα. Πάντως, έχω λόγους να πιστεύω πως η αδιαφορία του αναγνωστικού κοινού εδώ, είναι λιγότερη από αυτήν που εσείς εκτιμάτε πως υπάρχει.
Κ. Σ.: Ποια είναι η γνώμη σας για τη σημερινή Ελληνική επιστημονική φαντασία και τη λογοτεχνία του φανταστικού; Υπάρχει άραγε μέλλον σε αυτό το ούτως ή άλλως δύσκολο και ελάχιστα δημοφιλές είδος στη χώρα μας; Εξηγήστε μας επίσης γιατί είναι τόσο δύσκολο κάποιος ακόμα και σήμερα να βρει τα βιβλία σας. Γνωρίζω τη στάση σας απέναντι στους μεγαλοεκδότες και στη εμπορικότητα, μιλήστε μας και γι’ αυτό…
Δ. Φ.: Η ελληνική Επιστημονική Φαντασία και η Λογοτεχνία του Φανταστικού, στον βαθμό που τις γνωρίζω, μου θυμίζει μία παροιμία που λέει: «Μικρό χωριό, μεγάλα προβλήματα». Έχουν ολιγάριθμο κοινό, αν και φανατικό. Κατά πολύ μικρότερο, όμως, εκείνου που διαβάζει ξένη Ε.Φ. και Λογοτεχνία του Φανταστικού. Διασπορά (αλλά και αντιπαλότητα κάποιες φορές) των δυνάμεων που τη δημιουργούν και τη στηρίζουν. Και κάποια υπολείμματα προκατάληψης απέναντί της, ως «αμερικανόφερτης κουλτούρας». Και τέλος, ο ολοφάνερος επηρεασμός της από την αμερικάνικη σχολή, είναι νομίζω οι βασικές αιτίες που ταλαιπωρούν αυτές τις λογοτεχνίες μας. Αλλά το τώρα της είναι καλύτερο από το χτες της. Και το μέλλον της θα είναι ακόμα καλύτερο, πιστεύω.
Τα βιβλία μου είναι δύσκολο να βρεθούν γιατί απλά βρίσκονται σε λίγα βιβλιοπωλεία (στα ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία είναι πιο εύκολο να τα βρει κάποιος). Και βρίσκονται σε λίγα βιβλιοπωλεία γιατί δεν είχαν ποτέ πίσω τους έναν δυνατό, σωστό εκδότη να τα στηρίξει. Γιατί γράφτηκαν από έναν συγγραφέα που δεν αποδέχτηκε τους όρους με τους οποίους παρέχεται η δημοσιότητα από εκείνους που την ορίζουν (κόμματα, Μ.Μ.Ε., παρέες και άλλα δεινά). Πάντως, την όποια κυκλοφορία τους την οφείλουν στη σύσταση από στόμα σε στόμα που τους δώρισαν οι απλοί αναγνώστες τους, τους οποίους αισθάνομαι την υποχρέωση να ευχαριστήσω μέσω του περιοδικού σας.
Κ.Σ.: Και εγώ όπως και αρκετοί άλλοι άνθρωποι κ. Διαμαντή, περιμένουμε αυτές τις απαντήσεις στις αιώνιες υπαρξιακές ερωτήσεις μας… Στο μεταξύ να σας ευχαριστήσω για τις δικές σας απαντήσεις…
Δ.Φ.: Και εγώ σας ευχαριστώ για την πρόσκληση σε αυτή τη συζήτηση και στέλνω τα χαιρετίσματα μου στους αναγνώστες του strange.
_______________________________________________________________
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ: www.STRANGE.gr (τεύχος 97 Απρίλης 07).
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΦΛΩΡΑΚΗΣ
Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ
Πού στοχεύει κάποιος επιστήμονας όταν αρχίζει να μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε άκακα, αγαθά όντα, γεμάτα αγάπη, ενεργοποιώντας τους ειρηνικούς δέκτες του εγκεφάλου τους; Στην κατάλυση της αντιπαράθεσης του ανθρώπου με τον άνθρωπο; Στη δημιουργία μίας τέλειας ηθικά κοινωνίας, με όποιες απρόβλεπτες συνέπειες συνεπάγεται αυτό;
Όταν το χωροχρονικό συνεχές μεταβάλλει τον Χρόνο από ευθύγραμμο σε παλλόμενο, τότε αρχίζουν να συμβαίνουν γεγονότα εξωφρενικά. Όπως: Το μέλλον εισβάλλει στο τώρα, το τώρα στο παρελθόν, το οποίο επανορθώνει σε ηθική βάση, και άλλα πολλά. Για ποιο σκοπό συμβαίνει η αναθεώρηση του παρελθόντος; Γιατί ξαναγράφεται η Ιστορία του Ανθρώπου και των όντων από την αρχή της; Γιατί παρουσιάζεται το «Σύμπαν-Σωσίας»; Πρόκειται άραγε για μία αποκατάσταση του Γίγνεσθαι; Ή για μία κατάρρευση των φυσικών νόμων; Ή για μία αναρχομηδενιστική εξέγερση του Όλου ενάντια στους νόμους που το δομούν; Ή για μία γλυκιά ευθανασία ενάντια στα όντα;
Ποιος, τι και γιατί εξοντώνει όλους τους ανθρώπους με «υψηλό δείκτη ανθρωπισμού»; Το γονίδιο-φονιάς, οι σατανιστές, το πνεύμα του Κακού, ο φυσικός νόμος της επιλογής; «Το Σύνδρομο του Χάους», η «Έκλειψη του Θεού»;
Σίγουρα τέτοιες παράξενες ερωτήσεις δεν τις ακούμε κάθε μέρα. Τις σκέφτηκε όμως για όλους μας ο Διαμαντής Φλωράκης, ένας συγγραφέας που κατάφερε να στοχαστεί πάνω στα «όρια της ύπαρξης» και να αποκωδικοποιήσει λογοτεχνικά τα σύνορα του σύμπαντος και του Θεού. Πολλοί επώνυμοι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών έγραψαν για αυτόν και μίλησαν για τα έργα του με τα καλύτερα λόγια. Τον ονόμασαν διαστημικό Δον Κιχώτη, είπαν ότι είναι ο σημαντικότερος συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας στην Ελλάδα, ότι ο λογοτεχνικός του λόγος ξεπερνάει τα καθιερωμένα και διαλύει σε πολλά κομμάτια τα γνωστά και άγνωστα μοτίβα της συγγραφικής τέχνης.
Ο ίδιος ο Διαμαντής Φλωράκης όμως ακόμα και σήμερα που πλησιάζει τα 72 του χρόνια, παραμένει σχεδόν άγνωστος στον πολύ κόσμο, ενώ αν τον ρωτήσεις με στόμφο για τα έργα που έχει γράψει και τη ζωή του, θα σου απαντήσει με μια αξιοζήλευτη λιτή πνευματικότητα… «Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1935 και έχω εκδώσει 20 βιβλία, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων ανήκει στον χώρο του φανταστικού». Αυτό... τίποτα άλλο! Έτσι περιγράφει το λογοτεχνικό του σύμπαν…
Τον γνώρισα σε ένα καφέ της Αθήνας, αφού μου απάντησε αμέσως σε ένα e-mail που του έστειλα… κουβεντιάσαμε για ώρες και ομολογώ ότι ενώ τον βομβάρδισα με διάφορες ερωτήσεις μού απάντησε σε όλες χωρίς να κομπιάσει και να μου αρνηθεί κάτι σε κανένα σημείο της συζήτησής μας. Ομολογώ ότι το θεωρώ τιμή μου. Όταν τον ρώτησα αν μπορώ να παρουσιάσω μέρος της κουβέντας μας στους αναγνώστες του Strange δέχθηκε με χαρά…
Κώστας «Kastar» Σταθόπουλος
Κώστας Σταθόπουλος: Κύριε Φλωράκη, θα ήθελα να μου μιλήσετε λίγο για εσάς, για τα ενδιαφέροντά σας και για την απόφασή σας να ξεκινήσετε τη συγγραφική καριέρα και τα γεγονότα που συνέβαλαν σε αυτό.
Διαμαντής Φλωράκης: Έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα σε ηλικία 12 χρόνων. Ήταν ένα μυθιστόρημα S.F. με τίτλο Ταξίδι στη Σελήνη. Το πώς και γιατί ενεργοποιήθηκε τόσο πρόωρα αυτή μου η επιθυμία, η τάση, δεν το γνωρίζω. Ίσως έπαιξε κάποιο ρόλο η βιβλιοθήκη του πατέρα μου (με έργα των Ντοστογιέφσκι, Β. Ουγκό, Χάμσουν, Σταντάλ, Βερν, Δουμά και άλλων) την οποία λεηλάτησα μέχρι την τελευταία της σελίδα, μαγεμένος από το λογοτεχνικό σύμπαν που συνάντησα εκεί, αλλά και κάποια παιδικά περιοδικά εκείνης της εποχής, όπως Το Ελληνόπουλο, Ο Θησαυρός των Παιδιών, με ωραίες παιδικές διασκευές κλασικών έργων. Τα ενδιαφέροντά μου: Η οικογένεια, οι φίλοι, το γράψιμο, το διάβασμα, το Internet και όχι πια η μουσική, λόγω πρόσφατων προβλημάτων ακοής...
Κ.Σ.: Θα ήθελα να μας περιγράψετε πως εξελίχθηκε η οπτική σας στη διάρκεια του μακροχρόνιου συγγραφικού σας έργου, και ποιες ήταν οι αιτίες (ή οι αφορμές) που προκάλεσαν αυτή την εξέλιξη.
Δ.Φ: Θα μιλήσω μόνο για τις κορυφογραμμές των μεταβολών της οπτικής μου θεώρησης του Κόσμου.
Χρειάστηκε κάποτε να μεταφέρω μία άγνωστή μου μεσόκοπη γυναίκα σε νοσοκομείο, η οποία είχε χτυπηθεί από εγκεφαλικό επεισόδιο. Στη διάρκεια της διαδρομής μας προς το νοσοκομείο, είδα και ένιωσα την αγωνία και τον πόνο εκείνης της μοναχικής γυναίκας, η οποία, με το βλέμμα της, είχε χατζωθεί πάνω μου. Ένας τεράστιος θάλαμος γεμάτος από βογκητά, επικλήσεις βοήθειας και σιωπές ετοιμοθάνατων με τύλιξε ασφυκτικά στην αίθουσα που καταλήξαμε. Τότε ήταν που αναδύθηκε από μέσα μου η ιδέα του βιβλίου: «ΤΑ ΠΟΝΟΤΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ». Η βασική μεταβολή της μέχρι τότε ματιάς μου θεώρησης του Κόσμου. Η γένεση μιας αναρχικής στάσης απέναντι στην Αιτία δημιουργίας του Κόσμου, για τους όρους της Ύπαρξης, για την αλληλοσφαγή των όντων, τον πόνο τους, για το υπαρξιακό άλυτο αίνιγμα που είχαν καταδικαστεί να προσπαθούν να λύσουν. Τότε ήταν που φαντάστηκα έναν Θεό να πλένει τα πόδια των δημιουργημάτων Του. Την υπέρτατη συμφιλίωση των όντων και του Δημιουργού τους. Τότε ήταν που ο υπαρξιακός αναρχισμός μου μετατράπηκε σε παράπονο, απορία για την οδύνη της κάθε ύπαρξης. Και αργότερα, σε ελπίδα, σε σχεδόν βεβαιότητα πως υπάρχει ένα Επέκεινα στον αντίποδα του αιματηρού Κόσμου που ζούμε και μία επαρκής εξήγηση για την σκοπιμότητα ύπαρξης του αίματος και του πόνου που βίωσαν όλα τα όντα. Τότε ήταν που φαντάστηκα το λιοντάρι να γλύφει το κεφάλι του ζαρκαδιού.
Κ. Σ.: Σε εξώφυλλα ορισμένων μυθιστορημάτων σας έχετε τον υπότιτλο «μυθιστόρημα ουτοπίας». Τι σημαίνει αυτό;
Δ. Φ.: …Ουτοπίας και εσχατολογικής Ουτοπίας… Σημαίνει αυτό που λέει η λέξη: εκτός τόπου. Το μη πραγματοποιήσιμο. Δεν πιστεύω πως το ανθρώπινο μακρινό μέλλον προβλέπεται (εκτός εκείνου που αφορά την ηθική του αναβάθμιση που θεωρώ σίγουρη και προβλέψιμη) από τον άνθρωπο. Ακόμα και αν γνωρίζαμε όλη την εντελέχεια των ιδιοτήτων μας, θα ήταν απίθανο να φανταστούμε το μακρινό Αύριο. Κι αν σε αυτό το σκοτεινό φράγμα που μας κρύβει τη θέα προς το μέλλον προσθέσουμε και το πιο αδιαπέραστο φράγμα του σκοπού, ή μη της Δημιουργίας, του Τυχαίου ή του Θεού δηλαδή, τότε σίγουρα το μέλλον δεν προβλέπεται, ούτε στέλνει την εικόνα του προς την ενόρασή μας, αν αυτή υπάρχει.
Θεωρώ τα βιβλία μου που μιλάνε για το αύριο, ως αντιπαράθεση εικόνων προς τις άπειρες εικόνες που εκπέμπει το χωροχρονικό συνεχές στην ανθρώπινη ψυχή και διάνοια. Ακόμα, τα θεωρώ ως υπόδειξη, ως έκφραση αναρχίας, ως παράπονο, απορία στην αιματηρή όλο πόνο και δάκρυα δομή του…
Κ.Σ.: Δηλαδή δεν πιστεύετε στα οράματα που έχουν προβάλλει μέσα από τα βιβλία τους διάφοροι συγγραφείς της Επιστημονικής Φαντασίας, όπως π.χ. ο Άρθουρ Κλαρκ και ο Ισαάκ Ασίμωφ, που μιλούν για μια «επιστημονική» διακυβέρνηση του κόσμου από μια φωτισμένη ελίτ; Αυτοί φαίνεται να πιστεύουν ότι η ανθρώπινη ζωή θα μπορούσε να μετατραπεί από χάος (και πολλές φορές τραγωδία) σε μια παραδεισένια κατάσταση, μέσα από την «παγκοσμιοποιημένη» επιβολή μιας νέας τεχνολογίας και ενός νέου «φωτισμένου» τρόπου σκέψης.
Από την άλλη, όμως, μήπως αυτό το όραμα είναι και μια από τις λιγοστές διεξόδους της Ανθρωπότητας, αφού βλέπουμε ότι με το σημερινό μοντέλο τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά και οδεύουμε προς διάφορες καταστροφές, όπως π.χ. την οικολογική
Δ. Φ.: Κατά πρώτον δεν πιστεύω στις φωτισμένες ελίτ. Πιστεύω στις φωτισμένες «ψυχούλες». Σε αυτήν τη μειοψηφία των συνανθρώπων μας που έστω και αργά, σε ρυθμό επέκτασης σταλαγμίτη, αυξάνεται (αλλά διαρκώς σταυρώνεται) ελπίζω στον ερχομό της ανθρωπιάς. Της υπαρξιακής αλληλεγγύης. Η ουτοπία της Αγάπης θα υλοποιηθεί όταν η ανθρωπότητα δεν θα σταυρώνει τις ψυχούλες της. Όταν δεν θα υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος χωρίς αγάπη για ό,τι ανασαίνει. Σας διαβεβαιώνω πως οι «ψυχούλες» που υπάρχουν γύρω μας, αν και σταυρώνονται, όλο και πληθαίνουν. Αυτοί είναι το μέλλον μας, αυτοί και η σωτηρία του είδους μας. Αλλά και η δικαίωση του Δημιουργού. Αυτός ο Κόσμος θα σωθεί από την Αγάπη. (Αυτή τη ρήση τη νιώθω σαν κάτι περισσότερο από ευχή).
Το οικοδόμημα της ύπαρξής μας πάσχει από ηθελημένες ηθικές «κακοτεχνίες» της δημιουργού Αιτίας του. Δέχομαι το κάθε όραμα που συμβάλει στην επιδιόρθωση αυτών των «κακοτεχνιών».
Κ. Σ.: Στο μυθιστόρημά σας Στα Ίχνη του Ανύπαρκτου που εκδόθηκε το 1986, έχετε για κεντρικό ήρωα έναν υπερυπολογιστή. Για ποιον λόγο; Πιστεύετε ότι κάποτε ο κόσμος μας θα εναποθέσει όλες του τις ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον, στις αυτόνομες σκέψεις και λειτουργίες τεράστιων υπολογιστικών μονάδων;
Δ. Φ.: Δεν πολυπιστεύω πως είναι πιθανό να συμβεί κάτι τέτοιο. Απλώς, το εύχομαι… Γιατί μόνο ένας τέτοιος υπερυπολογιστής (ικανός να αυτοπολλαπλασιάζει την ευφυΐα του) θα ήταν ικανός να αναζητήσει τα ίχνη της ύπαρξης του Θεού, μια αναγκαιότητα που προέκυψε, όπως θα θυμάστε, σε εκείνη τη φανταστική υλιστική κοινωνία που περιγράφω στο βιβλίο, από το γεγονός πως μία ξεχασμένη ψυχική αρρώστια, ο έρωτας, είχε ξαναεμφανιστεί. Νομίζω πως ο Άνθρωπος, μέχρι το τέλος της ιστορίας του, δεν θα μπορέσει να ξεφύγει από το βαρυτικό πεδίο της εικασίας για να φτάσει στη βεβαιότητα της μέγιστης σε σημασία Αλήθειας, που είναι το «Ναι» ή το «Όχι» της ύπαρξης του Θεού. Και μάλλον είναι καλό αυτό, γιατί η βεβαιότητα του Ναι, σίγουρα θα κατέλυε την όποια ελευθερία κατέχουμε. Το Καλό, σε αυτή την περίπτωση, θα ήταν ένας καταναγκασμός. Δηλαδή μία άπειρη αποτυχία του!
Φαντάζομαι έναν Θεό συγκαταβατικό, ακόμα και αδιάφορο στο αν οι άνθρωποι τον ψάχνουν ή τον αρνούνται. Αλλά άπειρα ενδιαφερόμενο για την επιλογή τους προς το Καλό. Έναν Θεό, της παροχής από μέρους του της Υπέρτατης Συγγνώμης προς τα όντα του για όποια τους πράξη. Έναν Θεό, τέλος, που θα έχει μία επαρκή εξήγηση για τον αλληλοεξοντώμενο κόσμο των όντων που έπλασε.
Κ.Σ: Είναι ενδιαφέρον ότι οι περισσότεροι σημαντικοί συγγραφείς της Επιστημονικής Φαντασίας βασανίζονται από ανάλογα θεολογικά προβλήματα και από ερωτήματα όπως «Τι είναι ο Θεός», «Ποιο είναι το Νόημα της Ύπαρξής εδώ;», «Πού είναι ο Θεός και γιατί δεν είναι Εδώ;» κλπ. Είναι λίγο παράξενο, από τη στιγμή που το θέμα μοιάζει να ξεφεύγει από την «Επιστημονική» πλευρά της Φαντασίας. Πώς δικαιολογείτε αυτόν τον έντονο προβληματισμό;
Δ.Φ.: Από την πλευρά μου πιστεύω πως όλο το φάσμα της λογοτεχνίας, ρεαλιστικής ή φανταστικής, πάσχει από έλλειψη της προβληματικής που αναφέρατε.
Κ. Σ.: Ποια είναι η γνώμη σας για τη σημερινή ελληνική Επιστημονική Φαντασία και τη Λογοτεχνία του Φανταστικού; Υπάρχει άραγε μέλλον σε αυτό το ούτως ή άλλως δύσκολο και ελάχιστα δημοφιλές είδος στη χώρα μας; Εξηγήστε μας επίσης γιατί είναι τόσο δύσκολο κάποιος ακόμα και σήμερα να βρει τα βιβλία σας. Γνωρίζω τη στάση σας απέναντι στους μεγαλοεκδότες και στην εμπορικότητα, μιλήστε μας και γι’ αυτό…
Δ. Φ.: Η ελληνική Επιστημονική Φαντασία και η Λογοτεχνία του Φανταστικού, στον βαθμό που τις γνωρίζω, μου θυμίζει μία παροιμία που λέει: «Μικρό χωριό, μεγάλα προβλήματα». Έχουν ολιγάριθμο κοινό, αν και φανατικό. Κατά πολύ μικρότερο, όμως, εκείνου που διαβάζει ξένη Ε.Φ. και Λογοτεχνία του Φανταστικού. Διασπορά (αλλά και αντιπαλότητα κάποιες φορές) των δυνάμεων που τη δημιουργούν και τη στηρίζουν. Και κάποια υπολείμματα προκατάληψης απέναντί της, ως «αμερικανόφερτης κουλτούρας». Και τέλος, ο ολοφάνερος επηρεασμός της από την αμερικάνικη σχολή, είναι νομίζω οι βασικές αιτίες που ταλαιπωρούν αυτές τις λογοτεχνίες μας. Αλλά το τώρα της είναι καλύτερο από το χτες της. Και το μέλλον της θα είναι ακόμα καλύτερο, πιστεύω.
Τα βιβλία μου είναι δύσκολο να βρεθούν γιατί απλά βρίσκονται σε λίγα βιβλιοπωλεία (στα ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία είναι πιο εύκολο να τα βρει κάποιος). Και βρίσκονται σε λίγα βιβλιοπωλεία γιατί δεν είχαν ποτέ πίσω τους έναν δυνατό, σωστό εκδότη να τα στηρίξει. Γιατί γράφτηκαν από έναν συγγραφέα που δεν αποδέχτηκε τους όρους με τους οποίους παρέχεται η δημοσιότητα από εκείνους που την ορίζουν (κόμματα, Μ.Μ.Ε., παρέες και άλλα δεινά). Πάντως, την όποια κυκλοφορία τους την οφείλουν στη σύσταση από στόμα σε στόμα που τους δώρισαν οι απλοί αναγνώστες τους, τους οποίους αισθάνομαι την υποχρέωση να ευχαριστήσω μέσω του περιοδικού σας.
Κ. Σ.: Η πρόκληση του «απόλυτου», η «εσχατολογική ουτοπία», η «έκλειψη του Θεού», η αιώνια μάχη του «καλού» και του «κακού», το «σύμπαν σωσίας», είναι κάποιοι οντολογικοί προβληματισμοί σας στις ιστορίες σας, που δημιουργούν στον αναγνώστη απανωτά σοκ σκέψης. Γιατί διαλέξατε αυτού του είδους τις λογοτεχνικές αναφορές; Πόσο σας απασχολούν; Πιστεύετε, όπως φαίνεται μέσα από τα βιβλία σας, ότι η «μεγάλη» απάντηση στους ατέρμονους φιλοσοφικούς στοχασμούς της ανθρωπότητας είναι η δύναμη της αγάπης;
Δ.Φ.: Αισθάνομαι την ανθρώπινη Ιστορία ως μια αιματηρή, όλο δάκρυα, πόνο και αίμα πορεία, μέσα σε μία αινιγματική έρημο. Και πιστεύω πως το υπέρτατο καθήκον του Ανθρώπου είναι η υπαρξιακή αλληλεγγύη, το δόσιμο του χεριού μας προς τους άλλους, προκειμένου να διασχίσουμε την αινιγματική έρημο της Ύπαρξης, να μειώσουμε έτσι τον πόνο όλων των όντων, μέχρι να μας δεχτεί το Επέκεινα, όπου η μέγιστη ουτοπία μας (ο θάνατος του θανάτου) θα έχει υλοποιηθεί, ή θα μας καταπιεί το μηδέν της ανυπαρξίας. Η προσπάθειά μας να λύσουμε το Αίνιγμα της Ύπαρξης (και τα όποια άλλα πολιτικά, κοινωνικά παράγωγα υποπροβλήματα παράγει το Αίνιγμα) ακόμα κι αν δεν είναι μάταιη, πρέπει να μη σπαταλά πνευματικές και άλλες δυνάμεις, από την πραγμάτωση της μεταξύ μας Αγάπης. Να μη μας φέρνει σε αντιπαράθεση. Αν αυτό το Χωροχρονικό Συνεχές που μας περιέχει είναι νεκροταφείο των πιο ωραίων ονείρων μας, άδειο από σκοπό, χαοτική αιτία του εαυτού του, τότε ας του δώσουμε εμείς ένα νόημα στο μη-νόημα της ύπαρξής του.
Τελειώνοντας, για όσους, μέσα από όσα είπα, ψάχνουν το στίγμα της θέσης μου, έχω να πω αυτό: Ο Θεός ή το Τίποτα ήταν οι μόνες λογικές εκδοχές. Κι αφού δεν ζούμε μέσα στο Τίποτα, τότε η μοναδική αιτία της ύπαρξης είναι ο Θεός, στον οποίο αισθάνομαι την ανάγκη να απευθύνω την ιερόσυλη ερώτηση: «Γιατί ήταν αναγκαίο να κατασπαραχτεί το αθώο ελαφάκι (το κάθε ελαφάκι) από εκείνο το σαρκοφάγο (το κάθε σαρκοφάγο);»
Μέσα σε αυτή την ερώτηση-απορία, έσβησα την παλιά υπαρξιακή οργισμένη μου αναρχία.
Διατηρώ μία έντονη ελπίδα πως θα πάρω μία ικανοποιητική απάντηση.
Κ.Σ. Ας φύγουμε όμως λίγο από το μεγάλο μυστήριο γύρω από τον Θεό, και ας μιλήσουμε και για κάποια «μικρότερα» μυστήρια της κόσμου μας, τα οποία σίγουρα προβληματίζουν έναν συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας. Τι πιστεύετε π.χ. για το θέμα της εξωγήινης ζωής, το οποίο μας απασχολεί έντονα στο Strange; Τι πιστεύετε για το θέμα των UFO και των υποτιθέμενων επισκέψεων εξωγήινων στον πλανήτη μας; Υπάρχει κάποια σημαντική αλήθεια πίσω από αυτά;
Δ.Φ: Η εξωγήινη ζωή πιθανότατα υπάρχει. Όμως, φοβάμαι πως η μοναξιά του είδους μας δεν θα καταλυθεί εξ αιτίας του τεράστιου χωροχρονικού φράγματος που μας αλληλοχωρίζει από αυτήν. Εκτός αν άλλα όντα, ή εμείς ανακαλύψουμε τρόπους επικοινωνίας που θα μπορούν να σπάσουν το φράγμα που ανάφερα πιο πάνω.
Κ.Σ.: Επίσης, θα ήθελα να μου πείτε τι πιστεύετε για το θέμα των άγνωστων ή ανεξερεύνητων ανθρώπινων δυνάμεων, όπως π.χ. οι «Δυνάμεις Ψ» (δηλαδή η Τηλεπάθεια, ο επηρεασμός της Ύλης από το Πνεύμα, κλπ.) Τι πιστεύετε ότι κρύβεται πίσω από αυτά;
Δ.Φ: Πιστεύω πως το είδος μας κατέχει τεράστιες δυνάμεις, κυρίως ηθικές (μέσα στις οποίες συμπεριλαμβάνονται κι αυτές που αναφέρατε) οι οποίες κάποτε θα τον βοηθήσουν να γίνει ένας καλοκάγαθος υπεράνθρωπος.
Κ.Σ.: Πώς βλέπετε το γεγονός ότι σήμερα πολλοί άνθρωποι φαίνεται να ενδιαφέρονται για όλα τα προηγούμενα, αλλά να εξακολουθεί να υπάρχει και μια γενικευμένη άγνοια και σύγχυση για αυτά;
Δ. Φ.: Είναι η βαρύτητα της Βιομέριμνας, που δεν μας επιτρέπει, προς το παρόν, να πετάξουμε προς τα ύψη του πεπρωμένου μας.
Κ.Σ: Επίσης, πώς δικαιολογείτε το γεγονός ότι ενώ ζούμε σε «εποχές επιστημονικής φαντασίας» πλέον, με τις απίστευτες δυνατότητες που μας δίνει η τεχνολογία, το ευρύ κοινό εξακολουθεί να αδιαφορεί για την επιστημονική φαντασία, ειδικά εδώ στην Ελλάδα;
Δ. Φ: Λίγο πολύ, αυτό συμβαίνει παντού. Η Ε. Φ. χρειάζεται κοινωνικό υπόβαθρο αναπτυγμένης επιστημονικά χώρας για να παραχθεί και να ανθίσει. Η Ελλάδα δεν είναι ακόμα μια τέτοια χώρα. Πάντως, έχω λόγους να πιστεύω πως η αδιαφορία του αναγνωστικού κοινού εδώ, είναι λιγότερη από αυτήν που εσείς εκτιμάτε πως υπάρχει.
Κ. Σ.: Ποια είναι η γνώμη σας για τη σημερινή Ελληνική επιστημονική φαντασία και τη λογοτεχνία του φανταστικού; Υπάρχει άραγε μέλλον σε αυτό το ούτως ή άλλως δύσκολο και ελάχιστα δημοφιλές είδος στη χώρα μας; Εξηγήστε μας επίσης γιατί είναι τόσο δύσκολο κάποιος ακόμα και σήμερα να βρει τα βιβλία σας. Γνωρίζω τη στάση σας απέναντι στους μεγαλοεκδότες και στη εμπορικότητα, μιλήστε μας και γι’ αυτό…
Δ. Φ.: Η ελληνική Επιστημονική Φαντασία και η Λογοτεχνία του Φανταστικού, στον βαθμό που τις γνωρίζω, μου θυμίζει μία παροιμία που λέει: «Μικρό χωριό, μεγάλα προβλήματα». Έχουν ολιγάριθμο κοινό, αν και φανατικό. Κατά πολύ μικρότερο, όμως, εκείνου που διαβάζει ξένη Ε.Φ. και Λογοτεχνία του Φανταστικού. Διασπορά (αλλά και αντιπαλότητα κάποιες φορές) των δυνάμεων που τη δημιουργούν και τη στηρίζουν. Και κάποια υπολείμματα προκατάληψης απέναντί της, ως «αμερικανόφερτης κουλτούρας». Και τέλος, ο ολοφάνερος επηρεασμός της από την αμερικάνικη σχολή, είναι νομίζω οι βασικές αιτίες που ταλαιπωρούν αυτές τις λογοτεχνίες μας. Αλλά το τώρα της είναι καλύτερο από το χτες της. Και το μέλλον της θα είναι ακόμα καλύτερο, πιστεύω.
Τα βιβλία μου είναι δύσκολο να βρεθούν γιατί απλά βρίσκονται σε λίγα βιβλιοπωλεία (στα ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία είναι πιο εύκολο να τα βρει κάποιος). Και βρίσκονται σε λίγα βιβλιοπωλεία γιατί δεν είχαν ποτέ πίσω τους έναν δυνατό, σωστό εκδότη να τα στηρίξει. Γιατί γράφτηκαν από έναν συγγραφέα που δεν αποδέχτηκε τους όρους με τους οποίους παρέχεται η δημοσιότητα από εκείνους που την ορίζουν (κόμματα, Μ.Μ.Ε., παρέες και άλλα δεινά). Πάντως, την όποια κυκλοφορία τους την οφείλουν στη σύσταση από στόμα σε στόμα που τους δώρισαν οι απλοί αναγνώστες τους, τους οποίους αισθάνομαι την υποχρέωση να ευχαριστήσω μέσω του περιοδικού σας.
Κ.Σ.: Και εγώ όπως και αρκετοί άλλοι άνθρωποι κ. Διαμαντή, περιμένουμε αυτές τις απαντήσεις στις αιώνιες υπαρξιακές ερωτήσεις μας… Στο μεταξύ να σας ευχαριστήσω για τις δικές σας απαντήσεις…
Δ.Φ.: Και εγώ σας ευχαριστώ για την πρόσκληση σε αυτή τη συζήτηση και στέλνω τα χαιρετίσματα μου στους αναγνώστες του strange.
_______________________________________________________________