Απόσπασμα από το 8ο βιβλίο
της 11/λογίας της Υπαρξιακής Αναρχίας/Εσχατολογικής Ουτοπίας
Η ΕΣΧΑΤΗ ΑΝΑΡΧΙΑ
(3 έντυπες εκδόσεις + 1 σε e-book)
Ευτυχώς που, λίγο πριν μπω στην οδό του Διοικητηρίου,
σκέφτηκα πως τ’ απρόβλεπτο εισχωρούσε στα γεγονότα, πέρα από κάθε αμφιβολία,
και πως, αν ήθελα να μην χαθώ μέσα στ’ ακατανόητο τελείως, θα ’πρεπε την
«κανονικότητα» να την ξεχάσω για πάντα. Ευτυχώς, λέω, γιατί μόλις μπήκα στην
οδό του Διοικητηρίου, αμέσως βρέθηκα σε χωροχρονικό του μέλλοντος! Αστραπιαία
μου ’ρθε στο νου η άποψη που είχα ακούσει στου γιατρού, για τον παλλόμενο χρόνο,
και κατάλαβα τι συνέβαινε.
Λοιπόν: από το σημείο που πριν άρχιζε ο δρόμος του
Διοικητηρίου, τότε, (δηλαδή τώρα) άρχιζε ένας τεράστιος κήπος, σχεδόν δάσος.
Βρέθηκα, που λέτε, σε κείνο το μέρος έχοντας δίπλα μου την Άννα και τη Σίλβα.
Ολόγυρά μας η βλάστηση και τα χρώματά της, σου ’διναν την εντύπωση πως βάδιζες
μέσα σε ζωγραφικό πίνακα. Από κάπου κοντά ερχόταν το μουρμούρισμα ενός αθέατου
ποταμιού, που κυλούσε αργά. Ακόμα, χιλιάδες πουλιά σπάθιζαν τον αέρα, γέμιζαν
τον χώρο με μουσική. Ήμουν ανάμεσα στις δυο γυναίκες με τα χέρια μου πλεγμένα
στα δικά τους. Χαμογελούσαμε ενώ ο ήλιος στραφτάλιζε στα πρόσωπά μας απαλά. Δεν
προσπαθώ να σας μιλήσω για κάποιες ευτυχισμένες στιγμές. Για την ευτυχία την
ίδια, σας μιλάω. Την απόλυτη, και άντε τώρα να βρω λέξεις γι’ αυτό. Τέλος
πάντων, ας συνεχίσω όμως. Που λέτε, έτσι όπως βαδίζαμε μέσα στον παράδεισο, κάποια
στιγμή, από το μέρος ενός λόφου, προβάλλει η υπέροχη σιλουέτα ενός ελαφιού, που
κατηφόριζε προς το μέρος μας. Γρήγορα μας πλησίασε και, χωρίς υπερβολή, μπήκε
στην παρέα μας. Θέλω να πω πως είχαμε μαζί του μια επικοινωνία, όμοια μ’ εκείνη
που είχαμε και μεταξύ μας. Μ’ εκείνη που ’πρεπε, από πάντα, να ’χει το ον με το
ον, και που τόσο μας έλειψε, τότε στη διάρκεια του ευθύγραμμου χρόνου. Θυμάμαι
καλά πως όλοι νιώθαμε σαν κύτταρα ενός απέραντου οργανισμού. Σα να βρισκόμαστε,
ταυτόχρονα, στο δάσος εκείνο, αλλά και στις εσχατιές του Κόσμου. Στη συνέχεια
ήρθε ένα γεγονός που ενεργοποίησε τις αναμνήσεις, τις ανησυχίες μου, την οργή
μου (βλέπετε, δεν είχα παρά μόνο μια εμπειρία από το μέλλον, από τον παλλόμενο
χρόνο). Εμφανίστηκε μια τίγρης. Μια εικόνα από τη φύση φονιά. Από το θλιβερό
παρελθόν. Από τα χρόνια του αίματος. Της ανεξήγητης αντιπαράθεσης του όντος με
το ον. Και τρόμαξα. Έσφιξα την Άννα, τη Σίλβα και το ελάφι στην αγκαλιά μου
προσπαθώντας να φτιάξω μια ασπίδα γύρω τους, με το κορμί μου. Μετά, όταν είδα
το σαρκοφάγο ζώο να τρέχει προς το μέρος μας, έκλεισα τα μάτια μου περιμένοντας
το τέλος μας.
«Και το αύριο μέσα στο αίμα κυλάει;» είπα. «Άσκοπο
είναι. Εν πάση περιπτώσει, ας δούμε τον θάνατό μας, μέσα στο μέλλον. Ας δούμε
και το τέλος του μέλλοντος».
Όμως, είχα κάνει μια λανθασμένη εκτίμηση: Η Άννα,
μέσα στην αγκαλιά μου, δεν είναι καθόλου ανήσυχη. Μου χαμογελά και κάποια
στιγμή, εκεί που περίμενα όλα
να τελειώσουν, μου λέει:
«Δεν πρέπει να φοβάσαι, Τίτο. Τα πράγματα δεν είναι
τώρα (δηλαδή τότε) όπως τα ’ξερες. Δεν είναι δυνατόν να ’ναι έτσι. Να, κοίτα».
Στρέφω τα φοβισμένα μάτια μου προς το φονικό
ζώο, που ήδη νιώθω την ανάσα του στον λαιμό μου,
και βλέπω μια εικόνα ειρηνική, αθώα, γαλήνια, ουτοπική:
Η τίγρης, το ελάφι, η Σίλβα κι εγώ, είμαστε μια αγκαλιά
από όντα αγάπης.
«Τώρα, εδώ στο μέλλον, το άλλο ον, το όποιο άλλο,
είναι ένα κομμάτι του εαυτού μας. Είμαστε ένα κομμάτι του εαυτού του», μου λέει
η Σίλβα γελώντας.
«Αλήθεια:» ρωτάω με διπλή ανακούφιση. Την απάντηση
μου την έδωσε το αιλουροειδές: απαλά έκλεισε το λαιμό μου στο δικό του.
Υπάρχει μια δεύτερη ερώτηση:
«Ώστε τέλειωσε ο εφιάλτης του χτες και του σήμερα.
Ώστε το μέλλον χτίστηκε με υλικά από τα όνειρά μας;»
Ένα ομαδικό κύλισμα πάνω στη βλάστηση, ήταν η
απάντηση όλων, στο ερώτημά μου.
Ύστερα, ο παλλόμενος χρόνος, μ’ έριξε
στο τώρα: Βρέθηκα έξω από το σπίτι της Σίλβας, έτοιμος να χτυπήσω το κουδούνι
της. Όμως, πριν προλάβω να το κάνω αυτό, ανοίγει η πόρτα και παρουσιάζεται η Σίλβα
που μου λέει σα ν’ απευθύνεται στην ευτυχία αυτοπροσώπως:
«Ήρθες αγάπη μου».
«Ήρθα από...», κάνω να της πω, σταματώντας έγκαιρα
τη φράση μου. Θα ’ταν σχεδόν αδύνατο να της εξηγήσω το από που ερχόμουν.
«Από;»
«Από μια φιλική συγκέντρωση», της λέω.
«Θα πρέπει να ’ταν πολλή ευχάριστη αυτή η συγκέντρωση,
αν κρίνω από τη λάμψη των ματιών σου. Ποτέ δεν είδα τόση ευτυχία μέσα τους. Με
κάνεις και ζηλεύω. Είναι οξύμωρο: ανησυχώ για την τόση σου ευτυχία, που δεν
είμαι η αιτία της».
«Ω, Σίλβα. Καλή μου Σίλβα. Δεν πρέπει να ζηλεύεις.
Ν’ ανησυχείς. Η πίστη πως το αύριο θα ’ναι ευτυχισμένο για όλους, με κάνει ό,τι
σωστά, βλέπεις».
«Δηλαδή;»
Την αγκαλιάζω, όπως πριν λίγο, μέσα στο μέλλον,
είχαμε αγκαλιαστεί όλοι εκεί στο δάσος κι αυτό ήταν η ιδανικότερη απάντηση που
θα μπορούσα να δώσω.
Δε συνέχισε να ρωτά. Δε χρειαζόταν άλλωστε.
Υπάρχουν συναισθήματα κι εντάσεις τους, που οι
λέξεις δεν μπορούν να τα μεταφέρουν. Όπως εκείνα, εκείνη τη νύχτα. Και η Σίλβα
το καταλάβαινε αυτό.
Μέχρι την άκρη της νύχτας, δε μιλήσαμε. Φτιάχναμε,
μόνο, σχήματα με τα κορμιά μας, παραλλαγές της ενότητας. Όταν, όμως, η νύστα
άρχισε να βαραίνει τα μάτια μας, να μουδιάζει τα σώματά μας, της είπα:
«Όμως την Άννα δεν τη ζηλεύεις».
«Εκείνη είναι διαφορετική περίπτωση. Φυσικά και δεν
τη ζηλεύω».
«Με μοιράζεσαι μαζί της. Δεν είναι κάπως ασυνήθιστο
αυτό;»
«Είναι. Αλλά δε με πειράζει, παρ’ ολ’ αυτά. Ξέρω το
πόσο πολύ σ’ αγαπά, την αγαπάς. Μετά, είχα και μια κουβέντα πάνω σ’ αυτό μαζί
της. Μου εξήγησε μερικά πράγματα».
«Όπως»
«Όπως, να, ότι υπάρχει μια αγάπη, σαν τη δική μας,
που αγκαλιάζει τους πάντες και τα πάντα. Να σου πω την αλήθεια, δεν κατάλαβα
ακριβώς, αλλά ένιωσα...».
«Τί ένιωσες, Σίλβα;».
«Μιαν αγάπη, πώς να το πω... Μιαν αγάπη χωρίς
σύνορα. Για σένα για κείνη. Για όλους, για όλα. Κάπως έτσι, θαρρώ», είπε και
μετά το κεφάλι της έγειρε πάνω μου.
«Δε δείχνει να πηγαίνει σ’ άσχημο δρόμο αυτή η
αντιλογική ιστορία του, πώς το ’πε ο γιατρός, α ναι, του χωροχρονικού
συνεχούς», σκέφτηκα, λίγο πριν κοιμηθώ κι εγώ με τη σειρά μου. ( Η λογική των
πραγμάτων, της δομής του Κόσμου, λοιπόν, παράγει το αίμα, τον πόνο, τη φρίκη;)
Σ’ εκείνο το
όνειρο, είδα όνειρα από την πραγματικότητα. Δηλαδή εφιάλτες.