ανοιχτο ηλεκτρονικο ημερολογιο ενος συγγραφεα

σκεψεις...

Ετικέτες

Ο (1) τι δεν... (1)

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

Και άλλα...


Και άλλα κομμάτια από το βιβλίο: «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝΕ ΚΑΝΕΝΑΝ».

 

Όπως κοιτάμε την έναστρη νύχτα ξα­πλωμένοι στην αμμουδιά η Αναστασία λέει:

«Α, είναι τόσο αθώο το κορμί μας! Και ήταν η επιθυμία, αποενοχοποίησης, του νου μας που το βάφτισε αμαρτωλό... Πόσο άδικος υπήρξε ο πολιτισμός μας απέναντι του! Και να σκεφτείς ότι το κορμί μας είναι το μόνο όχημα που διαθέτουμε για να διασχίσουμε τον κακο­τράχαλο χώρο της ύπαρξης... Κι όμως, του στερήσαμε τόσα πράγματα. Το βασανίσαμε, το φορτώσαμε ενοχές... Πόσο παραμορφωμένο είδαμε το πρόσωπο του Θεού... Πόσο μι­κρό...».

Είναι ξαπλωμένη στην αμμουδιά με το μισό κορμί της να το χαϊδεύει η θάλασσα, με τα στήθη της να τα χαϊδεύουν τα μάτια μου.

«Λες και όλα αυτά είναι η εκδήλωση της υποσυνείδητης ενοχής μας για το γεγονός πως υπάρχουμε. Σαν κατευναστική θυσία στο Μηδέν μοιάζει ο μαζοχιστικός αυτοπεριορισμός των αθώων βουλήσεων του κορμιού μας», λέω.

«Πράγματι. Θαρρείς και αισθανόμαστε ένοχοι που, υποχρεωτικά, εγκαταλείψαμε την πρώτη μας πατρίδα, το Τίποτα...», μου κάνει η Αναστασία, ενώ ψάχνει ανήσυχη τα μάτια μου, γιατί, σίγουρα, είχε διακρίνει τον προπομπό αυτού:

«Της πρώτης μας πατρίδας, που μου εί­ναι αδιάφορο αν είναι και η τελευταία, Ανα­στασία».

«Αχ! αυτή η υπαρξιακή αναρχία σου. Αχ! Τίποτα δεν μπορεί να την κατευνάσει. Τίποτα. Ούτε η Αλήθεια. Φοβάμαι πως...».

«Φοβάσαι πώς;».

«Πως θα εγκαταλείψεις το κρατίδιο της συμπόνιας που δημιουργήσαμε».

Έχει μπει μία μελαγχολία στα μάτια της.

«Δεν βλέπω να διαψεύδεις τους φόβους μου, Παύλο».

«Υπάρχουν καιροί που δεν ανέχομαι τη δυναστεία της όποιας αλήθειας. Όπως τώρα. Θαρρώ πως μου χρειάζεται ένα ταξίδι στο γκρίζο, στο μαύρο πεδίο της ζωής. Αυτό είναι η εξήγηση. Κι αν θέλεις, οι δισταγμοί μου στο να κάνω αυτό το ταξίδι, αφορούν μόνο τις ελάχιστες δυνατότητες που μου έχει πα­ραχωρήσει η φθορά του χρόνου... Είμαι πια μεγάλος για μία ζωή όπως τη φαντάζομαι... Και δεν με απασχολεί καθόλου η ηθική παρά­βαση που μπορεί να σημαίνουν οι πόθοι μου. Οι αρχές που θα χρειαστεί να παρακάμψω», λέω.

Η ματιά της Αναστασίας παίζει ανάμεσα στο αναμενόμενο και την έκπληξη.

«Ώστε θα σε χάσουμε τελικά... Θα φύ­γεις από κοντά μας... Θα εγκαταλείψεις το κρατίδιο της συμπόνιας που ιδρύσαμε... Αχ! καρδιά μου, γιατί δεν σου αρκεί το γεγονός πως το δημιούργημά σου, ο Ρόλλαν, βίωσε τα πιο δαιμονικά σου όνειρα; Είχες την τύχη να δεις τις σκέψεις σου να υλοποιούνται στον βίο ενός ανθρώπου και να μην παραμένουν στο ανεκπλήρωτο σύμπαν των σελίδων κάποιων βιβλίων. Τύχη που δεν γνωρίζω να είχε άλλος συγγραφέας. Αλλά αυτό δείχνει να σου είναι λίγο...».

«Κοίτα. Η ιδιότητα του στοχαστή, του συγγραφέα, προϋποθέτει μία απουσία από τα γεγονότα της ζωής. Μία μοναξιά. Μία στέρη­ση. Το έχω ξαναπεί: Μετάνιωσα που δεν ασχολήθηκα με τη γη, τη θάλασσα... Που δεν έγινα χειριστής εκσκαφέα, γεωργικού μηχα­νήματος. Οι στενές, οι αποκλειστικές επαφές με τις ιδέες, η ερμηνευτική προσέγγιση της ζωής είναι ένα τραγικό, αστείο υποκατάστα­το της χειροπιαστής, γνήσιας ζωής. Α, έζησα χωρίς τη σοφία του μέσου ανθρώπου. Έζησα λάθος. Δεν έζησα με τις σωστές αναλογίες της Αλήθειας του Κόσμου. Στερήθηκα το γκρίζο και μαύρο χρώμα του. Έτσι αισθάνο­μαι...», λέω με φωνή που μόλις ακούγεται, αιφνιδιασμένος από την ανάδυση των αισθη­μάτων μου.

«Ψάχνω μέσα στη νύχτα των ματιών σου για κάτι που να διαψεύδει τους φόβους που μου γεννούν τα λόγια σου και δεν βρί­σκω», λέει η Αναστασία.

«Τί φοβάσαι;» ρωτάω.

«Πως ίσως θα χαθείς μέσα στο σκοτάδι της Αλήθειας του Κόσμου. Πως θα φύγεις από το φως αυτής Αλήθειας. Θα φύγεις για πάντα από κοντά μας... Φαντάζομαι και φοβάμαι χι­λιάδες πράγματα... Κάτι κυοφορείται μέσα σου που είναι δύσκολο, ακόμα κι εσύ, να το συνει­δητοποιήσεις. Εύχομαι να μην είναι μία ακα­τανίκητη τάση φυγής προς την αυτοκαταστρο­φή. Μία μεταφυσική εξέγερση, που αυτή τη φορά δεν θα την καταστείλεις, όπως έκανες στα βιβλία σου, αλλά θα την οδηγήσεις μέχρι τα άκρα».

«Γίνε σαφέστερη, Αναστασία».

«Σε κάποιο σου βιβλίο, φαντάζεσαι το χωροχρονικό συνεχές, να επαναστατεί ενά­ντια στους νόμους που το δομούν. Υποψιάζο­μαι πως το ίδιο επιθυμείς να κάνεις και ενά­ντια στην Αλήθεια του Κόσμου τώρα. Κατά βάθος, αυτό προσπαθούσες πάντα, παρά τις όποιες υπαρξιακές συμφιλιώσεις υποχρέωνες, με τη λογική σου, να δεχτεί ο ψυχισμός σου. Είσαι ένα τραγικά αναρχικό μεταφυσικά άτομο. Μία μοναχική ψυχή, που επαναστατεί, κυρίως, για λογαριασμό των όντων, για τη μοίρα τους... Πυρπολείς την ψυχή σου διαρκώς κι αυτό είναι κάτι που δεν φαίνεται στη συμπεριφορά σου. Ούτε και στο συνειδητό σου, φοβάμαι... Όχι μόνο στον βίο σου, αλλά και στα γραφτά σου κρύβεις το βαθύτερο πι­στεύω σου».

«Είμαστε, κυρίως, εκείνο που είναι τα έγκατα του ασυνειδήτου μας. Ο άγνωστος, α­θέατος εαυτός μας. Αλλά όλα αυτά είναι πράγ­ματα που, αυτή την περίοδο, δεν μ’ ενδιαφέ­ρουν. Ποθώ να ζήσω χωρίς σκέψεις, ηθικούς εγκλωβισμούς, αλήθειες. Με το κορμί μου, με τις αισθήσεις του θέλω να ζήσω. Με τις άγνω­στες επιταγές του ασυνειδήτου μου. Αλλά, βέβαια, ο χρόνος μ’ έχει πελεκήσει τόσο, που δείχνει παράκαιρος, αστείος αυτός ο μοναδικός μου πόθος», λέω.

«Οι επιταγές του ασυνειδήτου... Όποιες κι αν είναι αυτές, εμείς γνωρίζουμε πως αποτελούν μέρος της Αλήθειας του Κόσμου. Της γκρίζας και μαύρης πτυχής του... Αν τελικά φύγεις από τη μικρή φωτεινή κουκίδα μας, αυτό θα είναι μία αναντικατάστατη απώλεια για όλους εμάς εδώ. Α, μου είναι οδυνηρό να φαντάζομαι αυτό το ενδεχόμενο. Προτιμώ να ξεγελάσω τον εαυτό μου ελπίζοντας σ’ ένα μικρό θαύμα, που θα μετέστρεφε τους πόθους σου... Ναι, αυτό θα κάνω αμέσως τώρα. Θα προσευχηθώ».

«Αναστασία», της είπα αποτρεπτικά, γε­λώντας αμήχανα.

Όμως, χάνεται, αστραπιαία, στο περίπου μιας απουσίας της έκστασης, που τη βυθίζει η προσευχή της, και μ’ εγκαταλείπει αμήχανο να την παρακολουθώ. Η σκηνή διαρκεί λίγα λεπτά και μου φέρνει, συνειρμικά, αυτή την παλιά μου σκέψη που εξηγεί την απουσία του θαύματος από την πραγματικότητα: «Η δυ­ναμική των θαυμάτων αναλώθηκε ολοκλη­ρωτικά μέσα στο πρώτο μέγιστο θαύμα, που ήταν η αυθυπαρξία της Αρχής του Κόσμου, η οποία μετέτρεψε ένα μέρος της, ή ένα όνειρό της στον αιτιοκρατούμενο υλικό Κόσμο». (Αυτή η σκέψη είναι η ταφόπετρα της αιτιο­κρατικής, μηχανιστικής μεθόδου για την ερμη­νεία του Κόσμου. Και του Υλισμού, βέβαια).