ανοιχτο ηλεκτρονικο ημερολογιο ενος συγγραφεα

σκεψεις...

Ετικέτες

Ο (1) τι δεν... (1)

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, (η ουσία της ιστορίας)

Τώρα, μπροστά μου, είναι ένα ξανθό κε­φάλι με μάτια μπλε που με κοιτάζουν. Ένα χαμόγελο από μαργαριτάρια που μου λέει:
«Είναι για σας».
«Ζει ο Ρόλλαν Αντύπας», τη ρωτάω.
«Πέθανε με τον τρόπο που ξέρετε», μου κάνει εκείνη.
Είναι στα χέρια μου ένας αδιάβροχος φάκελος. Στα νερά μία ξανθιά θεά που χάνεται σχίζοντας τα νερά σαν δελφίνι. Μία ξεψυχισμένη αναμονή μέσα μου. Το αίμα του ήλιου πάνω στα νερά του κόλπου.
Μία μουσική πρόκειται να έρθει μέσα στη νύχτα. Ένα μήνυμα του Ρόλλαν. Νότες σαξοφώνου. Σκαλοπάτια για μία αλήθεια, ή για ένα αίνιγμα.
Είναι το «Ρέκβιεμ Για Μία Απόσταση», στα χέρια μου.
Βάζω το cd στη συσκευή και μετά την ενεργοποιώ.
Διαβάστε, αφού είναι αδύνατο ν’ ακούσετε. Μην ανησυχείτε. Θα είμαι συνοπτικός. Ελπίζω και κατανοητός. (Εκπέμπει μία μουσική ο χωρόχρονος. Βγάζουν νότες τις νύχτες τ’ α­στέρια. Μία σιωπή. Μία υπόσχεση επανόρθω­σης. Μία συγνώμη):
Το καταλαβαίνω από την αρχή: Μία Κίρκη από νότες είναι το Ρέκβιεμ. Και να που τώρα νιώθω να είμαι ένα ελάχιστο σω­ματίδιο ύλης, όμοιο με τ’ αμέτρητα άλλα που συνθέτουν το Όλο. Κινούμαι, ενώνομαι, με­ταμορφώνομαι, αποσυντίθεμαι, αναλώνομαι, για κάτι και από κάτι που δεν γνωρίζω. Σί­γουρα, αναζητώ, ποθώ κάτι που δεν το βλέπω, αλλά που όμως το νιώθω να υπάρχει κάπου απέραντα μακριά μου. Παντοτινά μακριά μου. Είναι κάτι ανάμεσά μας. Ναι, είναι η αδυνα­μία του να με πλησιάσει, διασχίζοντας το σχεδόν μηδενικό νοητικό και συναισθηματικό μου δυναμικό. Το ασήμαντό μου. Είναι η αδυ­ναμία του Μεγίστου να γίνει ελάχιστο. Του ελάχιστου να δει το Μέγιστο. Κάπου είναι ένα φως που δεν βλέπω. Είναι μία μοναξιά, ένα σκοτάδι μέσα μου. Ένα παράπονο. Και μία βούληση αναβάθμισης, υπέρβασης. Είναι η Αλήθεια μέσα μου.
Ύστερα, η μουσική Κίρκη με κάνει πρω­τογενές έμβιο ον., και έχω την ελπίδα πως δεν θα νιώσω ό,τι και στην πρώτη μου μεταμόρ­φωση. Αλλά η ελπίδα μου σύντομα πνίγεται μέσα στις νότες. Μέσα στην σκληρή Αλήθεια.
Το ίδιο μου συμβαίνει κι όταν σε απανω­τές μεταμορφώσεις γίνομαι ιός, σκύλος, γάτα, πάνθηρας, λιοντάρι, αετός, σπουργίτι, φάλαι­να, δελφίνι, καρχαρίας και ό,τι άλλο αναπνέει.
Τέλος, μεταμορφώνομαι στην άθροιση των πιο εξελιγμένων έμβιων όντων. Όμως, και τότε όλες μου οι νοητικές, συναισθηματικές, ενορατικές δυνατότητες δεν επαρκούν για να γίνω αντιληπτός από το Μέγιστο. Νιώθω την Αλήθεια στον βαθμό και με τον τρόπο που την ένιωσα και ως σωματίδιο ύλης.
«Είναι σα να μην υπάρχει Θεός, Ρόλλαν. Αυτό λες με τις νότες σου. Την Αλήθεια. Είναι σα να μου λες πως ο άνθρωπος είναι κι αυτός έγκλειστος μέσα στους νόμους της τροφικής αλυσίδας», φωνάζω όταν βγαίνω από την έκ­σταση του «Ρέκβιεμ Για Μία Απόσταση».
Το φως της ημέρας με βρίσκει βουτηγμέ­νο στο σκοτάδι της Αλήθειας του Κόσμου μας. Στη γνώση πως οι Κόσμοι είναι άπειροι και πως ο δικός μας βρίσκεται στην κατώτερη κλί­μακά τους, όπου το Καλό, ο Θεός, η αγάπη, το Επέκεινα απουσιάζουν, όπως από τη ζωή ενός ζώου, ενός ιού, ενός σωματιδίου ύλης.
Κοιτάζομαι σ’ έναν καθρέφτη. Το βλέμ­μα μου είναι σκοτεινό, αλλά δεν είναι και για να το κρύψω πίσω από μπλε αδιαφανή γυαλιά.
Αποφασίζω να μη μιλήσω ποτέ για το Ρέκβιεμ που άκουσα τη νύχτα. Να μην πω σε κανέναν πως έλαβα το Ρέκβιεμ που περιμένα­με. Το κρατίδιο που ιδρύσαμε είναι το ίδιο, ή και περισσότερο αναγκαίο να υπάρχει τώρα. Και μάλιστα, στο κοντινό μέλλον, θα πρέπει να περιέχει και τις μορφές ζωής στις οποίες μεταμορφώθηκα για να δω την Αλήθεια του Κόσμου μας. Αυτές οι μορφές και οι ανθρώπι­νες, πρέπει να είναι ενωμένες, στη μοναξιά της Αλήθειας του Κόσμου μας. Ενός κόσμου σκο­τεινού, χωρίς το φως του Θεού, του Καλού. Ενός Κόσμου που βρίσκεται στον πάτο των Κόσμων. Στα άχρηστα της Υπερδημιουργίας. (Είναι ρατσιστική, φασιστική η δομή του Κό­σμου μας. Και είναι λάθος μας που την αποδε­χόμαστε, επειδή βρισκόμαστε στην κορυφή της πυραμίδας του. Είναι βάσεις, για άλλους Κό­σμους, οι κορυφές των πυραμίδων κάποιων Κόσμων, μέσα στην απεραντοσύνη των Κό­σμων).
 
 


Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝΕ ΚΑΝΕΝΑΝ. το τέλος

Τ
ώρα, στο κέντρο του καλοκαιριού, κολυμπάω, σε μία έρημη ακτή του κόλπου, ντυμένος κι εγώ τα χρώματα του δει­λινού. Από μακριά φτάνει απαλά ο ήχος της καμπάνας του μοναστηριού. Το ντιν-νταν της μοιάζει με ήχο βηματισμού κάποιας αίσθησης, που εύκολα ονοματίζω. Ύστερα ο ήχος σβήνει. Αλλά η αίσθηση παραμένει...
Τώρα βρίσκομαι στο κέντρο ενός κύ­κλου, που ζωγραφίζει πάνω στο νερό ένα δελ­φίνι.
«Έλα», του λέω.
Είναι τα μάτια του κοντά στα δικά μου. Τα βλέμματά μας, αλληλομεταγγισμένα, αντα­νακλώνται πάνω στις ανταύγειες του δειλινού. Ύστερα, ενωμένα, ταξιδεύουν στα μήκη και στα πλάτη του χώρου.
Χαϊδεύω την πλάτη του δελφινιού.
«Αύριο πάλι», του λέω κι αρχίζω να κο­λυμπάω προς την ακτή.
Το γκρίζο του σούρουπο πάει να μαυρί­σει όταν αρχίζω να ντύνομαι. Κι όταν φοράω τα μπλε, αδιαφανή γυαλιά μου, το σκοτάδι έχει καθίσει παντού. Στέκομαι πέντε δέκα λε­πτά μέσα στην αρχή της νύχτας και μετά παίρ­νω τον δρόμο για τη Μονή.
Ακούστε. Δεν πίστεψα ποτέ ότι ο Ρόλλαν θα μου συνιστούσε, χωρίς λόγο, να προμηθευ­τώ μπλε αδιαφανή γυαλιά. Ήξερα πως μετά το «Ρέκβιεμ Για Μία Απόσταση» θα ερχόταν κάτι άλλο. Και ήρθε. Ήταν ένα μουσικό κομμάτι που βρισκόταν στους αντίποδες της αίσθησης ενός ρέκβιεμ. Ένας χείμαρρος από νότες υπέρ­βασης, δύναμης, περήφανης, άγριας μοναξιάς που έλεγαν ότι αφού το φως του Θεού, του Καλού δεν μπορούσε να φτάσει μέχρι τα σκο­τάδια του κατώτερου Κόσμου μας, έπρεπε να στείλουμε εμείς το δικό μας στον Θεό, στο Καλό, στο Επέκεινα. Κι ένας σωστός δρόμος, για να συμβεί αυτό, ήταν αυτός που ακολου­θούσαμε στο κρατίδιο της Μονής.
Ήταν, λοιπόν, οι νότες της δικής του μουσικής, που τον έκαναν ν’ αποδεχτεί το τέ­λος του, εκείνο το βράδυ στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Και ήταν εκείνη η πράξη του η μουσική της μουσικής του. Η μόνη που μπορούσε ν’ αφουγκραστεί ο Δημιουργός της ατέρμονης Υπερδημιουργίας. Η μόνη που μπορούσε να υποχρεώσει το Απόλυτο να στρέψει το βλέμμα του προς το επίπεδό μας. Να το κάνει ν’ αποσπάσει τη ματιά του από τον εαυτόν του.
Θέλω να πιστεύω πως ο Ρόλλαν, μέσα στο Όνειρο ενός άλλου επιπέδου, με το σαξό­φωνό του παίζει την μπαλάντα του Κόσμου μας, με μάτια που δεν τα κρύβουν γυαλιά. Που κανένας και τίποτα δεν τολμά να τ’ αντικρίσει.
Κι εγώ, αυτό ονειρευόμουν να ονειρευτώ. Επιτέλους! Ερμήνευσα το όνειρο του πραγμα­τικού! Μεταγγίστηκε στα μάτια μου το βλέμμα του αύριο!
 
 


αποσπασμάτων συνέχεια...


Όλα είχαν χτιστεί πάνω στη βεβαιότητα πως ο άλλος άνθρωπος είναι ο εχθρός. Ώσπου, κάποια ημέρα, ένα βιβλίο σας με γκρέμισε μέσα στο σύμπαν των ιστοριών σας, της σκέψης σας, των ονείρων σας. Της αίσθησης μίας υπαρ­ξιακής αλληλεγγύης που σκόρπιζε. Έγινε ο καταλύτης εκείνης μου της πίστης. Έτσι, μέσα σε μία νύχτα, βρέθηκα μετέωρος, χωρίς κανένα στήριγμα, να κοιτάζω τα ερείπια της υπόστασής μου. Το λάθος μου. Την άσκοπη πορεία μου. Σας μίσησα... Σας αγάπησα... Σας λάτρεψα.... Διάβασα, σπούδασα όλα σας τα έρ­γα. Έγινα η σκιά σας. Ο μακρινός, αθέατος μα­θητής σας...

αποσπασμάτων συνέχεια...


          Δεν είναι σκαριά για συμπαντικούς ωκεανούς οι λέξεις.

Η Αλήθεια του Κόσμου, είναι το Αίνιγμά του.

 

«Τον Θεό τον ανακαλύπτεις, ή τον χά­νεις μέσα στον πόνο της ψυχής», σχολίασε, το μεσημέρι εκείνης της ημέρας στην τραπεζα­ρία, η Τόνια.