Απόσπασμα από το μυθιστόρημα:
“ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ”
(Εκείνη η νύχτα του Νοέμβρη…)
………………………………….
Το μέσα του θύμα έπρεπε να αντισταθμίσει τον μέσα του θύτη.
(Πρόταση: Ψάξτε να βρείτε που είναι θύμα το κάθε ον και τι, δικαιολογημένα,
αντισταθμίζει αυτό το γεγονός. Ψάξτε, δηλαδή, για να βρείτε την υποχρέωση για
συγγνώμη, αγάπη -από το ελάχιστο μέχρι το μέγιστο-). Και τότε ο Ροβύρος άρχισε να θυμάται, σα να ’ταν
χτες, την πρώτη από τις δύο φορές, που τα αισθήματα, ο εαυτός του, οι
άνθρωποι, ο Κόσμος, ο Θεός πέθαναν μέσα του:
Βράδυ, γύρω στις οχτώ, στου Λουμίδη της Σταδίου. Είναι η φοβερή, απρόβλεπτη
νύχτα εκείνου του Νοέμβρη. Μισή ώρα πριν, έχει αφήσει την Αναστασία και την
Πετρούλα στο σπίτι των πεθερικών του, με την υπόσχεση ότι θα επιστρέψει κατά
τις εννιά. Το ισόγειο όπως και το πατάρι είναι γεμάτα από κόσμο. Όλοι συζητούν
για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, που δείχνουν να πλησιάζουν τη δραματική τους
κορύφωση.
Η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη. Το πλήθος, κυρίως νέοι, που ανεβαίνει τη
Σταδίου είναι ανήσυχο. Μερικοί, κοιτώντας προς την Ομόνοια, τρέχουν. Οι
καταστηματάρχες αρχίζουν να κατεβάζουν τα ρολά των καταστημάτων. Ξαφνικά
ακούγεται πυροβολισμός. Ύστερα, στη στοά, από τη μεριά της Πανεπιστημίου,
μπαίνει μία ομάδα τραμπούκων του καθεστώτος, οπλισμένη με δοκάρια κι αρχίζει
να χτυπά στα τυφλά το πλήθος. Οι περισσότεροι τρέχουν πανικόβλητοι προς την
έξοδο της Σταδίου. Μερικοί κατορθώνουν και μπαίνουν στου Λουμίδη. Δύο τρεις από
αυτούς είναι γεμάτοι αίματα.
"Οι φονιάδες χτυπούν στο ψαχνό", λένε. "Σφάζουν τα παιδιά
στο Πολυτεχνείο. Κάτω η χούντα”.
"Κλείστε τις πόρτες", φωνάζουν κάποιοι.
Οι τραμπούκοι βγαίνουν στη Σταδίου, ενώνονται με άλλους τραμπούκους που
ανεβαίνουν και όλοι μαζί, χτυπώντας το πλήθος το σκορπίζουν. Ακούγεται κι άλλος
πυροβολισμός.
"Πρέπει να βγούμε από δω", ακούει σε μία στιγμή να λέει πίσω του
ο ποιητής Καρούζος ανήσυχος. "Θα μας χτυπήσουν οι δολοφόνοι".
"Έξω ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος. Ας περιμένουμε μέχρι να
ξεκαθαρίσει η κατάσταση", φωνάζει κάποιος.
Ο περισσότερος κόσμος δείχνει αναποφάσιστος. Μερικοί ανοίγουν τις πόρτες
και φεύγουν. Όσοι έμειναν στριμώχνονται στις τζαμαρίες προσπαθώντας να δουν
έξω. Ανησυχία, φόβος και οργή λιμνάζουν στην αίθουσα. Κάποια στιγμή, στη
Σταδίου, έξω από τη στοά, σκάει ένα δακρυγόνο. Αμέσως μετά, πολλοί ανοίγουν
τις πόρτες και σκορπίζονται. Οι υπόλοιποι φεύγουν όταν τα αέρια του δακρυγόνου
αρχίζουν να φράζουν την ανάσα και να μαστιγώνουν τα μάτια τους. Ο Ροβύρος από
τη στοά Νικολούδη βγαίνει στην Πανεπιστημίου και μπαίνει στην Ιπποκράτους. Από
κει, μέσω της Σκουφά, ακολουθώντας το ρεύμα φυγής, φτάνει στον Άγιο Διονύσιο. Εκεί,
μέσα σε μία ομάδα που κατεβαίνει από το Λυκαβηττό, βλέπει τον Λεωνίδα Χριστάκη
που του λέει:
"Όλοι οι δρόμοι προς το Πολυτεχνείο είναι γεμάτοι από χουντικά
καθάρματα που χτυπούν στο ψαχνό. Μόνο προς τα πάνω είναι ελεύθεροι οι δρόμοι.
Πρόσεχε".
Ο Ροβύρος, κόντρα στη συμβουλή του Χριστάκη, ανεβαίνει στον περιφερειακό
του Λυκαβηττού και μετά, κατεβαίνοντας στα σκαλάκια της οδού Οίτης, βγαίνει στη
Σίνα, πίσω από τον Άγιο Νικόλαο. Εκεί τα πράγματα δείχνουν πιο ήσυχα. Μπαίνει
στη Βαλτετσίου. Πρέπει να πάει προς τα Εξάρχεια. Το σπίτι των πεθερικών του,
όπου βρίσκονται η γυναίκα και το παιδί του, είναι στην Τσαμαδού. Πλησιάζοντας
προς την περιοχή του Πολυτεχνείου, διαπιστώνει πως εκεί, εξεγερμένοι
δημοκρατικοί πολίτες έχουν καταλύσει το χουντικό κράτος, επεκτείνοντας την ελεύθερη
περιοχή που έχουν δημιουργήσει οι φοιτητές μέσα στο Πολυτεχνείο. Χιλιάδες
εξεγερμένοι καίνε, γκρεμίζουν σύμβολα του καθεστώτος. Ανάβουν φωτιές,
καταλαμβάνουν κτίρια. Καταδιώκουν, ξυλοκοπούν έμμισθους πράκτορες του
καθεστώτος.
Ο Ροβύρος σκέφτεται πως σύντομα η περιοχή θα μεταβληθεί σε πεδίο μάχης. Πως
είναι αδύνατο το φασιστικό καθεστώς να επιτρέψει, αμαχητί, την επέκταση της
εξέγερσης σε ολόκληρη την Αθήνα. Έτσι παίρνει τη γυναίκα και το παιδί από το
σπίτι των πεθερικών του, φτάνει στη Σ. Τρικούπη, με σκοπό να βγούνε στην
Αλεξάνδρας και από εκεί, μέσω της πλατείας Βικτωρίας, να φτάσουν στο σπίτι
τους.
Ω! πόσο αμέριμνοι, αθώοι, τραγικοί τρέχουμε μερικές φορές να συναντήσουμε
τους κεραυνούς κάποιων γεγονότων! (Όπως το Τίποτα την αρχή του Κόσμου. Όπως
ο Κόσμος το Τίποτα).
Ο Ροβύρος κρατά το χέρι της δεκάχρονης Πετρούλας, της κόρης του, έχοντας
δίπλα του την Αναστασία τη γυναίκα του και με βήμα γρήγορο διασχίζουν τη Σ.
Τρικούπη. Απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τη βοή, τις εικόνες, τους
κινδύνους της εξέγερσης, πλησιάζοντας όλο και περισσότερο το σημείο πτώσης του
κεραυνού. Που είναι αυτός: Σε κάποιο στένωμα του πεζοδρομίου που βαδίζουν και
λίγο πριν βγουν στον κάθετο δρόμο της Α. Φωτήλα, ο Ροβύρος αναγκάζεται ν'
αφήσει το χέρι της κόρης του για να ελέγξει την ασφάλεια της διέλευσης (μόλις
είχε ακουστεί πυροβολισμός από εκεί) και αφού πριν διαπιστώνει ότι μπορούν να
διασχίζουν τον δρόμο, λέει: ελάτε και ύστερα στρέφει το βλέμμα του προς την
Αλεξάνδρας. Ο κεραυνός χτυπά εκείνη ακριβώς τη στιγμή: Ακούγεται κινητήρας
αυτοκινήτου, ύστερα ένα γκουπ, ένα φρενάρισμα... Ο Ροβύρος γυρίζει και βλέπει
ένα κουλουριασμένο, μικρό ανθρώπινο σώμα να αιωρείται και μετά να χτυπά πάνω σε
τοίχο. Ο εγκέφαλός του, για λίγο, αδυνατεί να μετουσιώσει σε νόημα, σε
αισθήματα την εικόνα που στέλνουν τα μάτια του. Μία γυναίκα δίπλα του κλαίει,
φωνάζει, χτυπιέται και ύστερα αγκαλιάζει ένα ματωμένο παιδικό κορμί. Ένα
στρατιωτικό τζιπ έχει σταθεί πάνω στο πεζοδρόμιο κι ένας στρατιώτης ετοιμάζεται
να κατεβεί. Όμως, κάποιος αξιωματικός με κόκκινο σιρίτι τον σταματά και τον
διατάζει να φύγουν. Ύστερα ο εγκέφαλος του Ροβύρου ερμηνεύει την εικόνα και
παράγει τα ανάλογα αισθήματα.
"Σταθείτε", φωνάζει ο Ροβύρος.
Το τζιπ ξεχύνεται προς την Αλεξάνδρας και σύντομα χάνεται.
"Δολοφόνοι, το παιδί μας, η Πετρούλα μας", ουρλιάζει ο Ροβύρος.
(Ο Ταμιωλάκης ακούει από τον κοριό την αναπαράσταση της φράσης και συγκλονίζεται.
Ο Μπόρας ουρλιάζει σιγά).
(Η αίσθηση της κοινής μοίρας είναι που μας λείπει).
Τώρα ο Ροβύρος πιάνει ξανά το νήμα της μνήμης του, αλλά αυτή τη φορά
απευθύνεται στο λυκόσκυλο (κι έτσι ο Ταμιωλάκης ακούει):
"Κρατώ το παιδί στα χέρι μου και τρέχω φωνάζοντας βοήθεια. Το κεφάλι
του είναι βουτηγμένο στο αίμα και τα μάτια του κλειστά. Όμως αναπνέει. Δίπλα
μου τρέχει κλαίοντας η Αναστασία. Βγαίνουμε στην Αλεξάνδρας και πέφτουμε πάνω
σε οδόφραγμα. Μέχρι τα Παναθήναια ο δρόμος είναι έρημος. Από μακριά έρχονται
κρότοι πυροβολισμών. Στο ύψος της Σόνιας εμφανίζεται τανκ που κατηφορίζει
αργά. Περνάω στην λωρίδα καθόδου της λεωφόρου και τρέχοντας φτάνω μέχρι το
μνημείο των Νεοζηλανδών. Έξω από την υπόγεια διάβαση διακρίνω κάποιον άντρα να
στέκει. Τρέχω προς το μέρος του φωνάζοντας βοήθεια. Εκείνος δεν κουνιέται. Τον
πλησιάζω και μου δείχνει το πόδι του. Το παιδί μου κινδυνεύει, του λέω. Μου
δείχνει πάλι το πόδι του και μου κάνει: Μία σφαίρα έχει σπάσει το κόκαλο του
ποδιού μου. Κι εγώ ψάχνω από ώρα για κάποιον που θα με μεταφέρει σε νοσοκομείο.
Στο μεταξύ, το τανκ έχει σταματήσει καμιά πενηνταριά μέτρα πιο πάνω. Ο πυργίσκος
του είναι κλειστός. Βοήθεια, φωνάζω ενώ τρέχω προς το μέρος του. Όταν το
πλησιάζω, όταν οι ελπίδες μου αναπτερώνονται, ακούω ξαφνικά τον κινητήρα του
να μουγκρίζει και ύστερα το βλέπω να στρίβει, να περνά στην απέναντι πλευρά
της λεωφόρου και ν’ ανηφορίζει προς τα Παναθήναια. Τις φωνές μου δεν της
άκουσαν αλλά, σίγουρα, μας είδαν... Αν είχαν σταθεί... Αν είχαν βοηθήσει,
Μπόρα. Μία κόκκινη μάσκα έχει σκεπάσει το πρόσωπο της Πετρούλας. Η Αναστασία
κινείται δίπλα μου αμίλητη, με μάτια θαμμένα στην απελπισία, στον πόνο. Το
μυαλό μου σκέφτεται σε αντίστροφη ταχύτητα μ’ εκείνη του χρόνου. Αρχίζω να
τρέχω προς τη μεριά των Αμπελοκήπων... Σε μία στιγμή ακούγεται σειρήνα νοσοκομειακού.
Σταματάμε. Πίσω μας έρχεται με ταχύτητα ένα νοσοκομειακό. Επιτέλους.
Στεκόμαστε στη μέση της λεωφόρου. Η Αναστασία αφήνει ένα αναστεναγμό
ανακούφισης και μετά σωριάζεται στην άσφαλτο. Το νοσοκομειακό σταματά δίπλα
μας. Το παιδί μας πεθαίνει, γρήγορα να πάμε σ’ ένα νοσοκομείο, λέω στον οδηγό.
Αλλά εκείνος, αντί να κατεβεί, αρχίζει να κινεί το αυτοκίνητο. Στην Σ. Τρικούπη
είναι μία κλινική, λέει ενώ πατάει γκάζι. Προφταίνω να δω το εσωτερικό του νοσοκομειακού.
Ήταν γεμάτο με οπλοφόρους που φορούσαν πολιτικά. Δολοφόνοι, σταθείτε,
ουρλιάζω. Αλλά εκείνοι χάνονται, Μπόρα. Προσπαθώ να συνεφέρω την Αναστασία. Τι
έγινε το νοσοκομειακό; με ρωτά όταν συνέρχεται. Οι φασίστες έφυγαν, της λέω.
Κουράγιο. Πάμε για τη Σ. Τρικούπη. Υπάρχει μία κλινική εκεί. Τρέχουμε αλαφιασμένοι
πίσω από τον χρόνο. Πίσω μας τρέχει και ο θάνατος. Μπαίνουμε στη Σ. Τρικούπη.
Περνάμε το σημείο που το τζιπ τραυμάτισε την Πετρούλα και λίγα μέτρα πιο κάτω
βλέπουμε μία κλινική. Όμως ο θάνατος μας πρόφτασε λίγα λεπτά αργότερα, Μπόρα.
Δυστυχώς, χάθηκε πολύτιμος χρόνος... μας είπε ένας γιατρός... Η Πετρούλα είχε
πεθάνει, Μπόρα. Σίγουρα καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό..." Στο σημείο αυτό
η αφήγηση του Μαυράκη, διακόπτεται και ο Ταμιωλάκης ακούει τον ήχο αναπτήρα που
ανάβει.