ανοιχτο ηλεκτρονικο ημερολογιο ενος συγγραφεα

σκεψεις...

Ετικέτες

Ο (1) τι δεν... (1)

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015


Απόσπασμα από το μυθιστόρημα:
“ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ”
(Εκείνη η νύχτα του Νοέμβρη…)
………………………………….
Το μέσα του θύμα έπρεπε να αντισταθμίσει τον μέ­σα του θύτη.
(Πρόταση: Ψάξτε να βρείτε που είναι θύμα το κάθε ον και τι, δικαιολογημένα, αντισταθμίζει αυτό το γε­γονός. Ψάξτε, δηλαδή, για να βρείτε την υποχρέωση για συγγνώμη, αγάπη -από το ελάχιστο μέχρι το μέγι­στο-). Και τότε ο Ροβύρος άρχισε να θυμάται, σα να ’ταν χτες, την πρώτη από τις δύο φορές, που τα αι­σθήματα, ο εαυτός του, οι άνθρωποι, ο Κόσμος, ο Θεός πέθαναν μέσα του:
Βράδυ, γύρω στις οχτώ, στου Λουμίδη της Σταδίου. Είναι η φοβερή, απρόβλεπτη νύχτα εκείνου του Νο­έμβρη. Μισή ώρα πριν, έχει αφήσει την Αναστασία και την Πετρούλα στο σπίτι των πεθερικών του, με την υπόσχεση ότι θα επιστρέψει κατά τις εννιά. Το ισόγειο όπως και το πατάρι είναι γεμάτα από κόσμο. Όλοι συζητούν για τα γεγονότα του Πολυτε­χνείου, που δείχνουν να πλησιάζουν τη δραματική τους κορύφωση.
Η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη. Το πλήθος, κυ­ρίως νέοι, που ανεβαίνει τη Σταδίου είναι ανήσυχο. Μερικοί, κοιτώντας προς την Ομόνοια, τρέχουν. Οι καταστηματάρχες αρχίζουν να κατεβάζουν τα ρολά των καταστημάτων. Ξαφνικά ακούγεται πυροβολι­σμός. Ύστερα, στη στοά, από τη μεριά της Πανεπι­στημίου, μπαίνει μία ομάδα τραμπούκων του καθε­στώτος, οπλισμένη με δοκάρια κι αρχίζει να χτυπά στα τυφλά το πλήθος. Οι περισσότεροι τρέχουν πα­νικόβλητοι προς την έξοδο της Σταδίου. Μερικοί κα­τορθώνουν και μπαίνουν στου Λουμίδη. Δύο τρεις α­πό αυτούς είναι γεμάτοι αίματα.
"Οι φονιάδες χτυπούν στο ψαχνό", λένε. "Σφάζουν τα παιδιά στο Πολυτεχνείο. Κάτω η χούντα”.
"Κλείστε τις πόρτες", φωνάζουν κάποιοι.
Οι τραμπούκοι βγαίνουν στη Σταδίου, ενώνονται με άλλους τραμπούκους που ανεβαίνουν και όλοι μαζί, χτυπώντας το πλήθος το σκορπίζουν. Ακούγεται κι άλλος πυροβολισμός.
"Πρέπει να βγούμε από δω", ακούει σε μία στιγμή να λέει πίσω του ο ποιητής Καρούζος ανήσυχος. "Θα μας χτυπήσουν οι δολοφόνοι".
"Έξω ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος. Ας περιμέ­νουμε μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση", φωνάζει κάποιος.
Ο περισσότερος κόσμος δείχνει αναποφάσιστος. Μερικοί ανοίγουν τις πόρτες και φεύγουν. Όσοι έ­μειναν στριμώχνονται στις τζαμαρίες προσπαθώντας να δουν έξω. Ανησυχία, φόβος και οργή λιμνάζουν στην αίθουσα. Κάποια στιγμή, στη Σταδίου, έξω από τη στοά, σκάει ένα δακρυγόνο. Αμέσως μετά, πολλοί ανοί­γουν τις πόρτες και σκορπίζονται. Οι υπόλοιποι φεύ­γουν όταν τα αέρια του δακρυγόνου αρχίζουν να φράζουν την ανάσα και να μαστιγώνουν τα μάτια τους. Ο Ροβύρος από τη στοά Νικολούδη βγαίνει στην Πανεπιστημίου και μπαίνει στην Ιπποκράτους. Από κει, μέσω της Σκουφά, ακολουθώντας το ρεύμα φυγής, φτάνει στον Άγιο Διονύσιο. Εκεί, μέσα σε μί­α ομάδα που κατεβαίνει από το Λυκαβηττό, βλέπει τον Λεωνίδα Χριστάκη που του λέει:
"Όλοι οι δρόμοι προς το Πολυτεχνείο είναι γεμά­τοι από χουντικά καθάρματα που χτυπούν στο ψα­χνό. Μόνο προς τα πάνω είναι ελεύθεροι οι δρόμοι. Πρόσεχε".
Ο Ροβύρος, κόντρα στη συμβουλή του Χριστάκη, ανεβαίνει στον περιφερειακό του Λυκαβηττού και μετά, κατεβαίνοντας στα σκαλάκια της οδού Οίτης, βγαίνει στη Σίνα, πίσω από τον Άγιο Νικόλαο. Εκεί τα πράγματα δείχνουν πιο ήσυχα. Μπαίνει στη Βαλ­τετσίου. Πρέπει να πάει προς τα Εξάρχεια. Το σπίτι των πεθερικών του, όπου βρίσκονται η γυναίκα και το παιδί του, είναι στην Τσαμαδού. Πλησιάζοντας προς την περιοχή του Πολυτεχνείου, διαπιστώνει πως εκεί, εξεγερμένοι δημοκρατικοί πολίτες έχουν καταλύσει το χουντικό κράτος, επεκτείνοντας την ε­λεύθερη περιοχή που έχουν δημιουργήσει οι φοιτη­τές μέσα στο Πολυτεχνείο. Χιλιάδες εξεγερμένοι καίνε, γκρεμίζουν σύμβολα του καθεστώτος. Ανά­βουν φωτιές, καταλαμβάνουν κτίρια. Καταδιώκουν, ξυλοκοπούν έμμισθους πράκτορες του καθεστώτος.
Ο Ροβύρος σκέφτεται πως σύντομα η περιοχή θα μεταβληθεί σε πεδίο μάχης. Πως είναι αδύνατο το φασιστικό καθεστώς να επιτρέψει, αμαχητί, την ε­πέκταση της εξέγερσης σε ολόκληρη την Αθήνα. Έ­τσι παίρνει τη γυναίκα και το παιδί από το σπίτι των πεθερικών του, φτάνει στη Σ. Τρικούπη, με σκοπό να βγούνε στην Αλεξάνδρας και από εκεί, μέσω της πλατείας Βικτωρίας, να φτάσουν στο σπίτι τους.
Ω! πόσο αμέριμνοι, αθώοι, τραγικοί τρέχουμε με­ρικές φορές να συναντήσουμε τους κεραυνούς κά­ποιων γεγονότων! (Όπως το Τίποτα την αρχή του Κόσμου. Όπως ο Κόσμος το Τίποτα).
Ο Ροβύρος κρατά το χέρι της δεκάχρονης Πετρού­λας, της κόρης του, έχοντας δίπλα του την Αναστασί­α τη γυναίκα του και με βήμα γρήγορο διασχίζουν τη Σ. Τρικούπη. Απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τη βοή, τις εικόνες, τους κινδύνους της εξέγερ­σης, πλησιάζοντας όλο και περισσότερο το σημείο πτώσης του κεραυνού. Που είναι αυτός: Σε κάποιο στένωμα του πεζοδρομίου που βαδίζουν και λίγο πριν βγουν στον κάθετο δρόμο της Α. Φωτήλα, ο Ροβύρος αναγκάζεται ν' αφήσει το χέρι της κόρης του για να ελέγξει την ασφάλεια της διέλευσης (μόλις εί­χε ακουστεί πυροβολισμός από εκεί) και αφού πριν διαπιστώνει ότι μπορούν να διασχίζουν τον δρόμο, λέει: ελάτε και ύστερα στρέφει το βλέμμα του προς την Αλεξάνδρας. Ο κεραυνός χτυπά εκείνη ακριβώς τη στιγμή: Ακούγεται κινητήρας αυτοκινήτου, ύστε­ρα ένα γκουπ, ένα φρενάρισμα... Ο Ροβύρος γυρίζει και βλέπει ένα κουλουριασμένο, μικρό ανθρώπινο σώμα να αιωρείται και μετά να χτυπά πάνω σε τοίχο. Ο εγκέφαλός του, για λίγο, αδυνατεί να μετουσιώσει σε νόημα, σε αισθήματα την εικόνα που στέλνουν τα μάτια του. Μία γυναίκα δίπλα του κλαίει, φωνάζει, χτυπιέται και ύστερα αγκαλιάζει ένα ματωμένο παιδικό κορμί. Ένα στρατιωτικό τζιπ έχει σταθεί πάνω στο πεζοδρόμιο κι ένας στρατιώτης ετοιμάζε­ται να κατεβεί. Όμως, κάποιος αξιωματικός με κόκ­κινο σιρίτι τον σταματά και τον διατάζει να φύ­γουν. Ύστερα ο εγκέφαλος του Ροβύρου ερμηνεύει την εικόνα και παράγει τα ανάλογα αισθήματα.
"Σταθείτε", φωνάζει ο Ροβύρος.
Το τζιπ ξεχύνεται προς την Αλεξάνδρας και σύντο­μα χάνεται.
"Δολοφόνοι, το παιδί μας, η Πετρούλα μας", ουρ­λιάζει ο Ροβύρος. (Ο Ταμιωλάκης ακούει από τον κοριό την αναπαράσταση της φράσης και συγκλονί­ζεται. Ο Μπόρας ουρλιάζει σιγά).
(Η αίσθηση της κοινής μοίρας είναι που μας λεί­πει).
Τώρα ο Ροβύρος πιάνει ξανά το νήμα της μνήμης του, αλλά αυτή τη φορά απευθύνεται στο λυκόσκυλο (κι έτσι ο Ταμιωλάκης ακούει):
"Κρατώ το παιδί στα χέρι μου και τρέχω φωνάζοντας βοήθεια. Το κεφάλι του είναι βουτηγμένο στο αίμα και τα μάτια του κλειστά. Όμως αναπνέει. Δί­πλα μου τρέχει κλαίοντας η Αναστασία. Βγαίνουμε στην Αλεξάνδρας και πέφτουμε πάνω σε οδόφραγ­μα. Μέχρι τα Παναθήναια ο δρόμος είναι έρημος. Από μακριά έρχονται κρότοι πυροβολισμών. Στο ύ­ψος της Σόνιας εμφανίζεται τανκ που κατηφορίζει αργά. Περνάω στην λωρίδα καθόδου της λεωφόρου και τρέχοντας φτάνω μέχρι το μνημείο των Νεοζηλανδών. Έξω από την υπόγεια διάβαση διακρίνω κάποιον άντρα να στέκει. Τρέχω προς το μέρος του φωνάζοντας βοήθεια. Εκείνος δεν κουνιέται. Τον πλησιάζω και μου δείχνει το πόδι του. Το παιδί μου κινδυνεύει, του λέω. Μου δείχνει πάλι το πόδι του και μου κάνει: Μία σφαίρα έχει σπάσει το κόκαλο του ποδιού μου. Κι εγώ ψάχνω από ώρα για κάποιον που θα με μεταφέρει σε νοσοκομείο.
Στο μεταξύ, το τανκ έχει σταματήσει καμιά πενηνταριά μέτρα πιο πάνω. Ο πυργίσκος του είναι κλει­στός. Βοήθεια, φωνάζω ενώ τρέχω προς το μέρος του. Όταν το πλησιάζω, όταν οι ελπίδες μου αναπτε­ρώνονται, ακούω ξαφνικά τον κινητήρα του να μου­γκρίζει και ύστερα το βλέπω να στρίβει, να περνά στην απέναντι πλευρά της λεωφόρου και ν’ ανηφορίζει προς τα Παναθήναια. Τις φωνές μου δεν της άκουσαν αλλά, σίγουρα, μας είδαν... Αν είχαν στα­θεί... Αν είχαν βοηθήσει, Μπόρα. Μία κόκκινη μά­σκα έχει σκεπάσει το πρόσωπο της Πετρούλας. Η Αναστασία κινείται δίπλα μου αμίλητη, με μάτια θαμμένα στην απελπισία, στον πόνο. Το μυαλό μου σκέφτεται σε αντίστροφη ταχύτητα μ’ εκείνη του χρόνου. Αρχίζω να τρέχω προς τη μεριά των Αμπε­λοκήπων... Σε μία στιγμή ακούγεται σειρήνα νοσο­κομειακού. Σταματάμε. Πίσω μας έρχεται με ταχύτη­τα ένα νοσοκομειακό. Επιτέλους. Στεκόμαστε στη μέση της λεωφόρου. Η Αναστασία αφήνει ένα ανα­στεναγμό ανακούφισης και μετά σωριάζεται στην ά­σφαλτο. Το νοσοκομειακό σταματά δίπλα μας. Το παιδί μας πεθαίνει, γρήγορα να πάμε σ’ ένα νοσοκο­μείο, λέω στον οδηγό. Αλλά εκείνος, αντί να κατεβεί, αρχίζει να κινεί το αυτοκίνητο. Στην Σ. Τρικούπη εί­ναι μία κλινική, λέει ενώ πατάει γκάζι. Προφταίνω να δω το εσωτερικό του νοσοκομειακού. Ήταν γε­μάτο με οπλοφόρους που φορούσαν πολιτικά. Δολο­φόνοι, σταθείτε, ουρλιάζω. Αλλά εκείνοι χάνονται, Μπόρα. Προσπαθώ να συνεφέρω την Αναστασία. Τι έγινε το νοσοκομειακό; με ρωτά όταν συνέρχεται. Οι φασίστες έφυγαν, της λέω. Κουράγιο. Πάμε για τη Σ. Τρικούπη. Υπάρχει μία κλινική εκεί. Τρέχουμε αλα­φιασμένοι πίσω από τον χρόνο. Πίσω μας τρέχει και ο θάνατος. Μπαίνουμε στη Σ. Τρικούπη. Περνάμε το σημείο που το τζιπ τραυμάτισε την Πετρούλα και λί­γα μέτρα πιο κάτω βλέπουμε μία κλινική. Όμως ο θάνατος μας πρόφτασε λίγα λεπτά αργότερα, Μπό­ρα. Δυστυχώς, χάθηκε πολύτιμος χρόνος... μας είπε ένας γιατρός... Η Πετρούλα είχε πεθάνει, Μπόρα. Σίγουρα καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό..." Στο σημείο αυτό η αφήγηση του Μαυράκη, διακόπτεται και ο Ταμιωλάκης ακούει τον ήχο αναπτήρα που α­νάβει.