ανοιχτο ηλεκτρονικο ημερολογιο ενος συγγραφεα

σκεψεις...

Ετικέτες

Ο (1) τι δεν... (1)

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Για όσους στοχάζονται...


Απόσπασμα από τον «ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝΕ ΚΑΝΕΝΑΝ»

(Ένα επεκτάσιμο μυθιστόρημα. Κυκλοφορεί μόνο σε e-book).

 

(1η έκδοση 1996, 2η έκδοση 1998 –διπλάσιας έκτασης-).

 

«...Αχ αυτός ο Μπερδάγιεφ... Εκεί που είσαι έτοιμη να τον χαρακτηρίσεις αιρετικό της Ορθοδο­ξίας, εκεί ακριβώς εξακριβώνεις πως η σκέψη του, τελικά, δίνει ένα εύρος στο Ορθόδοξο δόγμα. Πλη­σιάζει περισσότερο από όλους μας την Θεϊκή Οντό­τητα. Γιατί, κακά τα ψέματα, εκείνο που γνωρίζουμε λιγότερο εμείς οι χριστιανοί είναι ο Θεός. Τα συναισθήματά Του για την ύπαρξη του πόνου, του Κα­κού και την κυριαρχία του στον κόσμο μας...», α­κούω σε μία στιγμή να λέει η αδελφή Αναστασία κι αμέσως βγαίνω βιαστικά από τις σκέψεις μου.

Εδώ και ώρα, είμαστε καθισμένοι (έξι μονα­χές, η Αθηνά, ο Πανάς κι εγώ) στο εστιατόριο της Μονής και συζητάμε μετά το γεύμα. Το πότε άρχισε η θεολογική συζήτηση δεν το αντιλήφτηκα. Όμως, τα τελευταία λόγια της Ηγουμένης μ’ έριξαν από­τομα στη συζήτηση.

«Και ποια υποψιάζεστε πως μπορεί να ναι τα συναισθήματα του Θεού για την κυριαρχία του αί­ματος, του πόνου;» ρωτάω.

Η Ηγουμένη στρέφει τα μπλε μάτια της σε μένα και μετά τα καρφώνει στο πάτωμα.

«Συναισθήματα ενοχής», λέει σιγά και αρχίζει να σταυροκοπιέται.

«Πώς είπατε;» ρωτάω.

Η Αδελφή Αναστασία έχει μία παράκληση στα μάτια της. Νιώθω να μου λέει: Στο όνομα του Θεού. Μη μου ζητάτε να επαναλάβω.

Ρίχνω μία ματιά στις πέντε μοναχές κι αντι­κρίζοντας το αθώο, ταπεινό τους βλέμμα, λέω:

«Όχι. Δεν χρειάζεται να επαναλάβατε, Ηγουμένη. Σας κατάλαβα. Το ερώτημα είναι αν εσείς γνωρίζετε όλη τη σημασία αυτού που είπατε».

«Τη γνωρίζω», λέει σιγά.

Σηκώνομαι και την πλησιάζω. Ψάχνω στα γαλάζια της μάτια.

«Πριν λίγο περιγράψατε τον Θεό. Το Ανύ­παρκτο», λέω κινούμενος προς τον εξώστη της Μο­νής.

Ένας χειμωνιάτικος ήλιος φωτίζει τα νερά του κόλπου κι ένα παγωμένο αεράκι αρχίζει να μουδιάζει το πρόσωπό μου. Ανάβω τσιγάρο.

«Δεν θα σκότωνα ποτέ έναν Θεό σαν τον Θεό της Ηγουμένης», μουρμουρίζω κάτω από τα δόντια μου. Μετά πηγαίνω στον ξενώνα μου.

free:

Για όσους στοχάζονται...


Απόσπασμα από τον «ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝΕ ΚΑΝΕΝΑΝ»

(Ένα επεκτάσιμο μυθιστόρημα. Κυκλοφορεί μόνο σε e-book).

 

(1η έκδοση 1996, 2η έκδοση 1998 –διπλάσιας έκτασης-).

 

………………………………………………………………………………………..

 

 

Κατά τις δέκα το βράδυ μ’ επισκέφτηκε η Ηγουμένη.

«Μπορώ να καθίσω για λίγο μαζί σας;» με ρώτησε, αφού πριν φάνηκε να διστάζει.

«Όσο θέλετε», της είπα και το εννοούσα.

«Σας ευχαριστώ», μου είπε αμήχανα, αποφεύγοντας να με κοιτάξει στα μάτια.

«Πώς πάμε με την υπόθεση του γηροκομείου;» ρώτησα μόλις εξακρίβωσα πως δεν έβρισκε τρόπο για ν’ αρχίσει να μιλά.

«Πολύ καλά. Σύντομα θ’ αρχίσουν οι εργασίες ανέγερσης. Αλλά δεν ήρθα γι’ αυτό να σας δω...».

«Για ποιο πράγμα ήρθατε;».

«Πιστεύω πως κάτι βασανίζει την ψυχή σας και θέλω να το μοιραστώ μαζί σας».

«Αυτό είναι αδύνατο. Ειδικά με σας», λέω.

Μπαίνει ένα κόκκινο χρώμα στο πρόσωπό της.

          «Όλα μοιράζονται με όλους», λέει σιγά.

«Ακόμα και οι αμαρτίες;» ρωτάω με απρόσμε­νη διάθεση να παίξω μαζί της.

«Προπάντων αυτές».

«Και οι κολασμένες σκέψεις, επιθυμίες;» συ­νεχίζω, χωρίς να ξέρω που το πάω.

«Κι αυτές», λέει χωρίς δισταγμό.

«Αν χρειαστεί, μπορείτε να το αποδείξετε αυτό;», της κάνω και αμέσως συνειδητοποιώ που το πάω.

«Ναι», λέει. (Είναι η αθωότητα στα μάτια της).

Γελάω.

Αν ήταν να κάνω χοντρό παιχνίδι μαζί της, δεν θα της ζητούσα να κάνουμε έρωτα. Θα της έπαι­ζα το Ρέκβιεμ.

«Αναστασία, πριν λίγες ημέρες μου περιγράψατε έναν Θεό που πολύ μου άρεσε. Ε, αυτόν τον Θεό προβληματίζομαι αν θα πρέπει να εξορίσω από την ψυχή μου. Γι’ αυτό πονάω», της λέω.

«Είμαι βέβαιη πως αν εξορίζοντας τον Θεό από την ψυχή σας θ’ αποκτούσατε γαλήνη, ο Θεός δεν θα είχε καμία αντίρρηση να το κάνετε».

«Κι αν αυτό γινόταν με όλες τις ψυχές;».

«Και πάλι ο Θεός δεν θα είχε αντίρρηση».

«Κι όλα αυτά χωρίς κόστος;».

«Οπωσδήποτε. Το Επέκεινα ανήκει σε όλους».

«Ακόμα και στους θύτες;».

«Και σε αυτούς. Όλοι ένιωσαν την οδύνη της Ύπαρξης».

«Για ποιο σκοπό υπάρχει αυτή η οδύνη;».

«Δεν θα τον μάθουμε ποτέ. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν αποτελούμε την αιτία της οδύνης. Πως το πρώτο μας καθήκον είναι να την ελαχιστο­ποιήσουμε».

«Τελικά, μπορεί να ζήσει αυτός ο Κόσμος χωρίς Θεό;».

«Ναι, αν αυτό ελαχιστοποιεί την οδύνη».

Ο τρόπος που ζει είναι μία απάντηση για το ερώτημα που γεννά η προηγούμενη απάντησή της. Κι έτσι δεν της το διατυπώνω.

«Ηγουμένη, μιλήστε μου για τον Θεό σας».

«Είναι η Αιτία που Υπάρχει επειδή υπάρχου­με. Που υπάρχουμε επειδή Υπάρχει».

«Κι αν θυμάμαι καλά κάποια σας λόγια, αυτή η Αιτία υπάρχει μόνο στην Αγάπη, στη Συμπόνια. Σ’ ένα ασήμαντο κομμάτι αυτού του Κόσμου, δηλαδή».

«Ναι. Σ’ ένα ασήμαντο κομμάτι του υλικού Κόσμου. Αλλά σε όλη την απεραντοσύνη των ψυ­χών», μου κάνει η Αναστασία κοιτώντας προς το σκοτεινό παράθυρο.

«Όμως, η μόνη μας βεβαιότητα ήταν και πα­ραμένει η ύπαρξη του υλικού Κόσμου. Η ιστορία με τις ψυχές ίσως είναι μία ιδεοληψία», λέω.

«Από μία άποψη, είναι παράλογη η πίστη στον Θεό... Το ξέρω. Όμως, ακόμα πιο παράλογη είναι η ύπαρξη του Κόσμου. Αφού δεν υπάρχει μόνο το Μηδέν, δεν είναι ό,τι πιο παράλογο η πίστη στην ύπαρξη του Θεού. Αντίθετα, είναι η μόνη λογικήπίστη που μπορούμε να έχουμε».

«Τετράγωνη σκέψη», λέω. «Υπάρχει όμως κάτι πιο λογικό, πιο τετράγωνο από τη σκέψη σας, Ηγουμένη».

«Ποιο είναι αυτό;».

«Μία μουσική σύνθεση. Ένα ρέκβιεμ».

«Και με ποιον τρόπο απαντά το ρέκβιεμ στη σκέψη μου;».

«Μ’ έναν τρόπο άμεσο, καίριο».

«Δηλαδή;».

«Δηλαδή, αφού το ακούσετε, σας εξαφανίζει την πίστη σας στον Θεό».

«Αυτή η μουσική έχει αναστατώσει, λοιπόν, την ψυχή σας. Σας κάνει να πονάτε τόσο...».

«Η χρήση της, ή όχι», λέω.

«Μήπως πρόκειται για μία μουσική σαν εκεί­νες που λέγεται πως περιέχουν αθεϊστικές, σατανιστικές φράσεις ασύλληπτες από την ακοή μας που, όμως, επενεργούν στο υποσυνείδητό μας;».

«Δεν νομίζω», λέω.

«Θα ήθελα να την ακούσω αυτή τη μουσική. Την έχετε μαζί σας;».

«Την έχω. Αλλά θέλω να σας προειδοποιήσω πως την πίστη σας θα τη χάσετε σίγουρα».

«Η ευθύνη δίκιά μου».

«Αναστασία. Όλος σας ο βίος θα εκτραπεί από τον δρόμο που τώρα ακολουθεί...».

«Με την Αλήθεια συντροφιά, πηγαίνω και στην κόλαση», μου κάνει η Ηγουμένη με έκφραση ατσαλωμένη από βεβαιότητα.

«Σημαντική φράση. Αξιοσέβαστη πίστη», λέω και κινούμε προς το σημείο που φυλάω τα cd με το Ρέκβιεμ Για Μία Απουσία.

«Ηγουμένη, έχετε το κατάλληλο μηχάνημα γι’ αυτούς τους δίσκους;» τη ρωτάω.

«Έχω», μου κάνει σχεδόν οργισμένη παίρνο­ντας τους δίσκους.

Μου έρχεται να της πω: «Θα συναντηθούμε στην κόλαση», αλλά δεν της το λέω.

«Θα σας δω το πρωί. Ο Θεός μαζί σας», μου λέει και φεύγει.

«Και οι άπιστοι αγαπάνε. Και μάλιστα χωρίς τον υπολογισμό κάποιας ανταμοιβής. Η Αγάπη μαζί σας, Ηγουμένη», της κάνω.

«Οι ευχές μας είναι ταυτόσημες», μου λέει, ήρεμα, σίγουρα.