“Τί άλλο σας είπε ο Αντρέας, γέροντα”.
“Μας είπε τι του πρότεινε ο Θεός”.
“Τί;”.
“Να εξοφλήσει το χρέος του προς τον Ρήγα. Προς τους
ανθρώπους. Θα σε περιμένω με το τελευταίο Μου πρόσωπο, μέσα στον πόνο των άλλων.
Εκεί θα με βρεις”.
“Αλήθεια, γέροντα; Έτσι μίλησε ο Θεός;”.
“Ναι, αδελφέ μου. Έτσι ακριβώς”.
“Μήπως ειπώθηκε και κάτι ακόμα σ’ εκείνη την υπερβατική
συνομιλία;”.
“Ναι. Ειπώθηκε κάτι που λύτρωσε την ψυχή μου. Που έλυσε για πάντα
την πιο αμαρτωλή μου απορία...”.
“Μίλα, γέροντα. Γιατί σταμάτησες; Γιατί κλαις;”.
“Πόσο είμαι ευτυχισμένος! Γαλήνιος! Θα φύγω από αυτή τη ζωή χωρίς
ένα βουβό, κολασμένο παράπονο... Λοιπόν: Γιατί υπάρχει το Κακό, το αίμα, ο
πόνος, η αντιπαράθεση στον Κόσμο; ρώτησε ο Ρήγας τον Θεό. Κι Εκείνος του είπε: Για να τον αλλάξετε εσείς με την Αγάπη. Κατάλαβες, αδελφέ
μου, τί σημαίνουν αυτά τα λόγια; Συνεχιστές του έργου Του μας όρισε. Μικρούς
θεούς θέλει όλα τα όντα δίπλα Του. Αυτός ο Κόσμος, σιγά σιγά, παίρνει το σχήμα
των ονείρων μας. Θα έρθει καιρός που δεν θα χρειάζεται να ονειρευόμαστε. Το
βλέπω, το νιώθω. Το προαναγγέλλω. Αχ και να ήξεραν όλοι οι μεταφυσικά
εξεγερμένοι αυτή την αλήθεια! Άσε με να σε αγκαλιάσω. Να σε φιλήσω...”.