ο αστυνόμος Ταμιωλάκης ανακάλυπτε το
δικό του έρεβος, τη δική του πατρίδα. (Την πατρίδα μας. Αυτή η
κόλαση δε χτίζεται μόνο με το αίμα. Χτίζεται, κυρίως, με τους μικρούς, καθημερινούς συναισθηματικούς
θανάτους που σκορπίζουμε, με άπειρους τρόπους, στους άλλους)
"Μπόρα, όσα σου είπα, όσα θα σου
πω, ξέρω γιατί συνέβησαν. Όπως ξέρω γιατί το Γίγνεσθαι συμβαίνει να είναι
βουτηγμένο στο αίμα: Όλα συνέβησαν γιατί η Ύπαρξη προηγείται της Ουσίας της.
Γιατί η Ουσία της Ύπαρξης απαιτεί, για να επιβεβαιωθεί, τον αφανισμό της
Ύπαρξης..."
Ο Μαυράκης ξαφνιάζεται από τα ίδια του τα λόγια,
που είναι η αρχή της ανάδυσης του παλιού εαυτού του. Και ο Ταμιωλάκης δεν
καταλαβαίνει τίποτα. (Πάντως, όσοι ψάχνεται για την αιτία της
ύπαρξης της τρομοκρατίας, όσοι υπηρετείτε την τρομοκρατία, όσοι, γενικά, αναρωτιέστε για τη
φονική αντιπαράθεση των όντων, ψάξτε βαθιά μέσα στην φράση του Ροβύρου
Μαυράκη. Όλο και κάτι θα βρείτε μέσα της).
(Αποθέωση της μοναξιάς ενδέχεται να
είναι αυτό: Η εξομολόγηση της αγωνίας, των ελπίδων, των ονείρων των ερμηνειών, της ενοχής των όντων,
του Γίγνεσθαι στο Μεταφυσικό Τίποτα. Και αντίστροφα, βέβαια. -Αυτή είναι σκέψη
του Μαυράκη).
... Μπόρα, όταν αγαπάς, το
αντικείμενο της αγάπης σου είναι πέρα και πάνω από τις ενέργειές του, τις ποιότητές
του. (Έτσι
είναι υποχρεωμένος ν’ αγαπά ο Θεός).