Νέο απόσπασμα από το μυθιστόρημα:
« Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝΕ ΚΑΝΕΝΑΝ»
«Αχ, κάποιες φορές, πόσο
παγιδευμένη είναι η λογική μέσα στον εαυτόν της. Πόσο είναι παράλογη...»,
σκέφτομαι.
. (Ο Κόσμος είναι ήδη
αλλαγμένος από τη στιγμή που τον φανταστήκαμε καλύτερο, ηθικότερο. Να γιατί είναι
ρεαλιστικές οι ουτοπίες μας).
«Πού σκέφτεστε να χτίσετε το γηροκομείο;» ρωτάω όταν η σιωπή ανάμεσά μας
αρχίζει να γίνεται αμήχανη.
«Πενήντα μέτρα μακριά από τη Μονή».
«Τόσο κοντά... Μήπως η γειτνίαση θα είναι εμπόδιο στην περισυλλογή σας;».
«Α, όχι. Χαρά θα είναι Καλή η προσευχή, καλή η περισυλλογή, αλλά ακόμα
καλύτερη η έμπρακτη συμπόνια. Εμείς οι μοναχές τί να την κάνουμε τη σωτηρία
των ψυχών μας, αν είναι να χαθεί αυτός ο κόσμος μέσα στα σκοτάδια του πόνου,
της αναλγησίας; Πρέπει να είμαστε σε θέση να θυσιάσουμε και την αιώνια σωτηρία
των ψυχών μας προκειμένου να σώσουμε το σώμα ενός συνανθρώπου μας, να του
απαλύνουμε τον πόνο», λέει η Ηγουμένη.
«Μα εσείς είσαστε μία έκπληξη, αγαπητή μου. Είσαστε η αίρεση που
αναβαθμίζει το χριστιανικό δόγμα. Υπάρχει θεός στα λόγια σας».
«Μόνο στις πράξεις αγάπης, θυσίας υπάρχει ο Θεός», μου κάνει η Ηγούμενη με
φωνή που μόλις ακούγεται.
«Μόνο εκεί;».
«Μόνο».
«Δηλαδή ούτε και στη Μονή;».
«Ούτε».
Σηκώνομαι και την πλησιάζω.
«Υπάρχουν, λοιπόν, άγιοι στην εποχή μας!», σκέφτομαι.
«Επιτρέψτε μου να φιλήσω το χέρι σας», λέω.
Μου προτείνει το μέτωπό της.
Τη φιλώ.
Υπάρχει το ίχνος της Αλήθειας στα
μάτια της. Και στη σιωπή της.