ανοιχτο ηλεκτρονικο ημερολογιο ενος συγγραφεα

σκεψεις...

Ετικέτες

Ο (1) τι δεν... (1)

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Νέα...


Νέο απόσπασμα από το μυθιστόρημα

 

«ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ»

 

Η «ιστορία» ενός τρομοκράτη

 

(2 έντυπες εκδόσεις + 1 σε e-book)

 

(πάντρεμα του πραγματικού με την μυθοπλασία)

Αφιερωμένο σε κάποιους φίλους που «έφυγαν»

αλλά και σε κείνους που συνεχίζουν το ταξίδι

προς το Επέκεινα, με Αγάπη, συγκίνηση, κάποια

Υπαρξιακή ενοχή…

 

Ύστερα κάλεσε τον Μπόρα κοντά του και άφησε τη μνήμη του να ανασύρει εικόνες και πρόσωπα από το παρελθόν:
Βραδάκι στο ισόγειο του Λουμίδη, δίπλα και δεξιά από την πόρτα της Σταδίου. Ο Τέο, ξαφνικά, μετά α­πό μεγάλη σιωπή και αφού πριν τραβά μία βαθιά ρουφηξιά από το γκολουάζ του, γυρίζει και με ύφος σκοτεινό του λέει: ’Όποιος ζει είναι ύποπτος”. (Για προσπαθήστε να διασχίσετε την ενδοχώρα αυτής της φράσης).
Ο Ροβύρος νιώθει ένα, άγνωστης σύνθεσης, κύμα να σκεπάζει το μυαλό και την ψυχή του. Τα λόγια του Τέο, για λίγο, τον βυθίζουν σε κάτι που ναρκώ­νει τη βούλησή του για ζωή. Τον γεμίζει ενοχή!
"Επειδή ζούμε είμαστε ύποπτοι. Για ποιο πράγμα Τέο;" ρωτάει όταν βγήκε από εκείνο το απροσδόκη­το κύμα, έκπληκτος από την επίδραση που ’χε πάνω του η σκοτεινή φράση.
"Άστο. Ξέχνα το", του κάνει ο Τέο σβήνοντας το γκολουάζ κι ανάβοντας ένα άλλο, χωρίς να τον κοι­τάξει. Ύστερα ήρθε ο Λυκομήτρος ο ηθοποιός κι άρχισε (με άγνωστη αφορμή) ένα λογύδριο υπέρ του σταλινισμού, πράγμα που μετατόπισε άλλα πηγαδά­κια (άγνωστο γιατί συνέβη σε τέτοια έκταση), ακόμα κι από το πατάρι, προς τη θέση τους. Κατέφθασαν ο Μανώλης Τσακίρης, ο Θωμάς Κόρπας, ο Γιώργος Τσιτσόπουλος, ο Οδυσσέας Ζούλας, ο Βασίλης Μπόνος, ο Ρένος Αποστολίδης, ο Κώστας Τσίρκας, ο Κώστας Βέργος, ο Παύλος ο Πρόγιας, ο Κώστας Ναός, ο Χρήστος Γιωργόπουλος, τ’ αδέλφια Αλέκος και Κώστας Θέμος, ο Βασίλης Μανουσάκης, ο Αχιλλέας Τσουράκης, ο Μπιρμπίλης, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Στάθης Πρωταίος, ο Καρούζος, ο Μπάμπης Τσικλιρόπουλος, ο Διαμαντής Φλωράκης και αρχίζει το "έλα να δεις". Η πόρτα φράζει και η αγόρευση του Λυκομήτρου γεμίζει τον χώρο από επιφωνήματα α­ποδοκιμασίας ή όχι. Κι έτσι η φράση του Τέου έμει­νε, χωρίς έγκυρη ερμηνεία, θαμμένη μέσα του σαν ωρολογιακή βόμβα που έσκασε πολύ αργότερα.


 

από...


Απόσπασμα από το μυθιστόρημα

«ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ»

Η «ιστορία» ενός τρομοκράτη

(2 έντυπες εκδόσεις + 1 σε e-book)

(πάντρεμα του πραγματικού με την μυθοπλασία)

Βράδυ, γύρω στις οχτώ, στου Λουμίδη της Σταδίου. Είναι η φοβερή, απρόβλεπτη νύχτα εκείνου του Νο­έμβρη. Μισή ώρα πριν, έχει αφήσει την Αναστασία και την Πετρούλα στο σπίτι των πεθερικών του, με την υπόσχεση ότι θα επιστρέψει κατά τις εννιά.

Το ισόγειο όπως και το πατάρι είναι γεμάτα από κόσμο. Όλοι συζητούν για τα γεγονότα του Πολυτε­χνείου, που δείχνουν να πλησιάζουν τη δραματική τους κορύφωση.

Η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη. Το πλήθος, κυ­ρίως νέοι, που ανεβαίνει τη Σταδίου είναι ανήσυχο. Μερικοί, κοιτώντας προς την Ομόνοια, τρέχουν. Οι καταστηματάρχες αρχίζουν να κατεβάζουν τα ρολά των καταστημάτων. Ξαφνικά ακούγεται πυροβολι­σμός. Ύστερα, στη στοά, από τη μεριά της Πανεπι­στημίου, μπαίνει μία ομάδα τραμπούκων του καθε­στώτος, οπλισμένη με δοκάρια κι αρχίζει να χτυπά στα τυφλά το πλήθος. Οι περισσότεροι τρέχουν πα­νικόβλητοι προς την έξοδο της Σταδίου. Μερικοί κα­τορθώνουν και μπαίνουν στου Λουμίδη. Δύο τρεις α­πό αυτούς είναι γεμάτοι αίματα.
"Οι φονιάδες χτυπούν στο ψαχνό", λένε. "Σφάζουν

τα παιδιά στο Πολυτεχνείο. Κάτω η χούντα”.

"Κλείστε τις πόρτες", φωνάζουν κάποιοι.

Οι τραμπούκοι βγαίνουν στη Σταδίου, ενώνονται με άλλους τραμπούκους που ανεβαίνουν και όλοι μαζί, χτυπώντας το πλήθος το σκορπίζουν. Ακούγεται κι άλλος πυροβολισμός.
"Πρέπει να βγούμε από δω", ακούει σε μία στιγμή να λέει πίσω του ο ποιητής Καρούζος ανήσυχος. "Θα μας χτυπήσουν οι δολοφόνοι".
"Έξω ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος. Ας περιμέ­νουμε μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση", φωνάζει κάποιος.
Ο περισσότερος κόσμος δείχνει αναποφάσιστος. Μερικοί ανοίγουν τις πόρτες και φεύγουν. Όσοι έ­μειναν στριμώχνονται στις τζαμαρίες προσπαθώντας να δουν έξω. Ανησυχία, φόβος και οργή λιμνάζουν στην αίθουσα.

Κάποια στιγμή, στη Σταδίου, έξω από τη στοά, σκάει ένα δακρυγόνο. Αμέσως μετά, πολλοί ανοί­γουν τις πόρτες και σκορπίζονται. Οι υπόλοιποι φεύ­γουν όταν τα αέρια του δακρυγόνου αρχίζουν να φράζουν την ανάσα και να μαστιγώνουν τα μάτια τους. Ο Ροβύρος από τη στοά Νικολούδη βγαίνει στην Πανεπιστημίου και μπαίνει στην Ιπποκράτους. Από κει, μέσω της Σκουφά, ακολουθώντας το ρεύμα φυγής, φτάνει στον Άγιο Διονύσιο. Εκεί, μέσα σε μί­α ομάδα που κατεβαίνει από το Λυκαβηττό, βλέπει τον Λεωνίδα Χριστάκη που του λέει:
"Όλοι οι δρόμοι προς το Πολυτεχνείο είναι γεμά­τοι από χουντικά καθάρματα που χτυπούν στο ψα­χνό. Μόνο προς τα πάνω είναι ελεύθεροι οι δρόμοι. Πρόσεχε".

Ο Ροβύρος, κόντρα στη συμβουλή του Χριστάκη, ανεβαίνει στον περιφερειακό του Λυκαβηττού και μετά, κατεβαίνοντας στα σκαλάκια της οδού Οίτης, βγαίνει στη Σίνα, πίσω από τον Άγιο Νικόλαο. Εκεί τα πράγματα δείχνουν πιο ήσυχα. Μπαίνει στη Βαλ­τετσίου. Πρέπει να πάει προς τα Εξάρχεια. Το σπίτι των πεθερικών του, όπου βρίσκονται η γυναίκα και το παιδί του, είναι στην Τσαμαδού. Πλησιάζοντας προς την περιοχή του Πολυτεχνείου, διαπιστώνει πως εκεί, εξεγερμένοι δημοκρατικοί πολίτες έχουν καταλύσει το χουντικό κράτος, επεκτείνοντας την ε­λεύθερη περιοχή που έχουν δημιουργήσει οι φοιτη­τές μέσα στο Πολυτεχνείο. Χιλιάδες εξεγερμένοι καίνε, γκρεμίζουν σύμβολα του καθεστώτος. Ανά­βουν φωτιές, καταλαμβάνουν κτίρια. Καταδιώκουν, ξυλοκοπούν έμμισθους πράκτορες του καθεστώτος.
Ο Ροβύρος σκέφτεται πως σύντομα η περιοχή θα μεταβληθεί σε πεδίο μάχης. Πως είναι αδύνατο το φασιστικό καθεστώς να επιτρέψει, αμαχητί, την ε­πέκταση της εξέγερσης σε ολόκληρη την Αθήνα. Έ­τσι παίρνει τη γυναίκα και το παιδί από το σπίτι των πεθερικών του, φτάνει στη Σ. Τρικούπη, με σκοπό να βγούνε στην Αλεξάνδρας και από εκεί, μέσω της πλατείας Βικτωρίας, να φτάσουν στο σπίτι τους.
Ω! πόσο αμέριμνοι, αθώοι, τραγικοί τρέχουμε με­ρικές φορές να συναντήσουμε τους κεραυνούς κά­ποιων γεγονότων! (Όπως το Τίποτα την αρχή του Κόσμου. Όπως ο Κόσμος το Τίποτα).