Απόσπασμα από το 8ο βιβλίο
της 11/λογίας της Υπαρξιακής Αναρχίας/Εσχατολογικής Ουτοπίας
Η ΕΣΧΑΤΗ ΑΝΑΡΧΙΑ
(3 έντυπες εκδόσεις + 1 σε e-book)
Γκρίζο παγωμένο απόγευμα, στην αυλή του σχολείου, στην
εποχή του πολέμου, του αίματος, της πείνας, της εξαθλίωσης, του φόβου. Βαδίζω αργά
προς το μέρος του μαγειρείου, κρατώντας στα παγωμένα, μελανιασμένα μου χέρια
το τενεκεδάκι του συσσιτίου. Μια αστήριχτη ελπίδα μ’ έχει φέρει εδώ: να συμβεί
αυτό, που δεν έχει συμβεί στις κανονικές μέρες και ώρες: μοίρασμα συσσιτίου.
Η πόρτα του μαγειρείου είναι κλειστή. Καμιά ελπίδα δεν
την διαπερνά: μυρωδιά φαγητού, ή, έστω, ήχος ανθρώπινης παρουσίας. Ακουμπώ την
πλάτη μου στην πόρτα και μετά, αποκαμωμένος κάθομαι στο χώμα. Η απελπισία μου
γεννά και συντηρεί μια ελπίδα. Πρέπει κάτι σωτήριο να παρουσιαστεί, για ν’
ανακόψει το φτερούγισμα του θανάτου. Έχω τα μάτια μου καρφωμένα στον γκρίζο
ουρανό, σα να πρόκειται να ’ρθει κάτι από κει. Σιγά σιγά οι ελπίδες μου
πνίγονται μέσα στον χρόνο, στην παγωνιά του σούρουπου.
Κάποια στιγμή, έτσι όπως σέρνω τα μάτια μου στην άδεια
αυλή, διακρίνω μια παγωμένη παιδική σιλουέτα, λίγα μέτρα πιο πέρα. Ένα
μελανιασμένο, σκελετωμένο πρόσωπο, με μάτια κλειστά, είναι πεταμένο σε μια
γωνιά. Θαρρείς πως βλέπεις στάχτη ανθρώπινη. Ένα ακόμα κορμί που κάηκε στις
φλόγες της πείνας. Το θέαμα μου προκαλεί φόβο και οίκτο. Έλξη και απώθηση.
Αρχίζει να πέφτει μια παγωμένη ψιλή βροχή. Η ελπίδα
μου, πως κάτι θα βρεθεί να φάω, έχει από ώρα πνιγεί.
Ετοιμάζομαι να φύγω. Όπως ανασηκώνομαι, ακούω ένα
σιγανό τρίξιμο της πόρτας του μαγειρείου. Γυρίζω και στο σκοτεινό άνοιγμα της
πόρτας βλέπω τη μορφή της γριάς επιστάτισσας να με κοιτά σκεφτική.
Κάνω να φύγω, όταν τ’ αδύναμο χέρι της γριάς προβάλλει
ανάμεσα απ’ τ’ άνοιγμα. Υπάρχει ένα μικρό κομμάτι μπομπότας πάνω του. Αν
διστάζω, είναι γιατί δεν πιστεύω αυτό που βλέπω.
«Πάρτο, λοιπόν», μου κάνει η επιστάτισσα.
Τ’ αρπάζω. Αλήθεια ή όχι, εγώ πρέπει να το πάρω,
σκέφτηκα. Πρέπει, έστω και στη φαντασία μου, να φάω αυτή την μπομπότα, για να
χορτάσω την πείνα μου, να διώξω τον θάνατο.
Φεύγοντας, ρίχνω μια ματιά όλο ευγνωμοσύνη στη γριά.
Λίγο πιο κάτω, όμως, τρακάρω πάνω στο βλέμμα του παγωμένου παιδιού. Στη βουβή
ικεσία του. Κι αρχίζει μια πάλη μέσα μου, η ένταση της οποίας, άφησε, μέχρι
σήμερα, μια γεύση ήττας, ντροπής στην ψυχή μου. Αλλά, ο παλλόμενος χωρόχρονος,
όπως το περίμενα, λειτουργεί επανορθωτικά: Μοιράζομαι την μπομπότα και ύστερα,
το αύριο του χτες μου, είναι χωρίς μια κηλίδα ντροπής, διαλυτικής ενοχής.
Ναι, είναι ωραίο το μέλλον του παρελθόντος μου.
Τέλειο. Δικό μου πια. Υπέροχο είναι έτσι χωρίς ένα παγωμένο νεκρό παιδί που,
ένα άλλο παιδί, δεν του ’δωσε λίγη μπομπότα, λίγη ανθρωπιά, λίγη ακόμα ζωή, με
τη ζωή του.
Τί σβήνει τα λάθη μας και στη θέση τους γράφει τις σωστές λέξεις; Ποιος
ανασκευάζει την ανθρώπινη ιστορία; Ποιος, Τι,
δημιουργεί την πατρίδα των όντων, καταλύει την εξορία τους; Όποιος και ό,τι να
’ναι, έχει την απόλυτη εκτίμησή μου, τον θαυμασμό μου, την αγάπη μου.
Επιτέλους, για πρώτη φορά, ένας κόσμος στα μέτρα των ονείρων μας, της αθωότητάς
μας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου