Απόσπασμα από
το8ο βιβλίο
της 11/λογίας της Υπαρξιακής Αναρχίας/Εσχατολογικής Ουτοπίας
Η ΕΣΧΑΤΗ ΑΝΑΡΧΙΑ
(3 έντυπες εκδόσεις + 1 σε e-book)
Τώρα, εγώ ο Τίτος, ο αφηγητής αυτής της ιστορίας,
αφού παραχώρησα, για λίγο, τη θέση μου στον δημιουργό μου συγγραφέα, πρέπει να
συνεχίσω:
Είμαι στον σταθμό 14 του μετρό, όπου περιμένω τον
συρμό 21 για το δυτικό πάρκο. Ο χρόνος που γίνεται αυτό βρίσκεται στο παρόν.
Στο τώρα του τότε, του μετά, για να ’μαι πιο σωστός. Ο λόγος που θέλω να πάω
στο δυτικό πάρκο, μου είναι άγνωστος, μπορεί δε κι ανύπαρκτος.
Ο συρμός έρχεται. Η πόρτα ενός βαγονιού ανοίγει
μπρος μου και μπαίνω. Μια γυναίκα με ψαρά μαλλιά, με την πλάτη γυρισμένη σε
μένα, είναι ο μοναδικός επιβάτης. Κάθομαι. Ο συρμός ξεκινά. Ανάβω τσιγάρο και
πέφτω σε κενό σκέψεων και συναισθημάτων.
Ξαφνικά, η γυναίκα με τα ψαρά μαλλιά γυρίζει προς
τη μεριά μου και τότε βλέπω το πρόσωπό της.
Βγαίνω από το κενό και βρίσκομαι σε μια μάζα
σκέψεων και συναισθημάτων.
Η γυναίκα με τα ψαρά μαλλιά είναι η Ανάφη. Το
πρόσωπο του πιο δυνατού και ανεξήγητου πόθου μου. Ενός διχασμού μου. Η αιτία
μιας διπλής ενοχής μου.
Αν και για χρόνια συχνάζαμε στο καφέ Αρζεντίνα, δεν
την είχα προσέξει ιδιαίτερα. Μέχρι που κάποια μέρα, απότομα, μ’ αφορμή μια της
χειρονομία, κάποιο της βλέμμα, η προσοχή μου, το ενδιαφέρον μου σκάλωσαν πάνω
της. Ξαφνικά, ένας φοβερός πόθος γιγαντώθηκε στο είναι μου, και στο δικό της
νομίζω. Όμως, ανάμεσα στο αντικείμενου του πιο τρελού μου πόθου και στην
εκπλήρωσή του, υπήρχαν κάποια εμπόδια. Υπήρχε η αγάπη μου για την Άννα. Ένας
φόβος για μένα και για κείνη. Μια ανεξιχνίαστη άρνηση. Έτσι άρχισε μια πάλη
μέσα μου. Μια φυγή από κάτι που ήθελα τόσο πολύ. Μια φυγή που επιταχύνθηκε όταν
η στάση μου έδειχνε ένα αποφασιστικό πλησίασμα. Κι όσο απομακρυνόμουν από κοντά
της, τόσο ο πόθος μου γιγαντωνόταν, κι όσο αυτό συνέβαινε, τόσο
απομακρυνόμουν. Ώσπου, εκείνη έριξε μια σκληρή σιωπή ανάμεσά μας. Χάθηκε με
την ορμή που με είχε πλησιάσει. Φοβάμαι ότι την πλήγωσα.
Τώρα με κοιτά με βλέμμα αυστηρό, απόμακρο,
πληγωμένο.
«Ανάφη», της λέω. «Ανάφη, αν ήξερες δε θα με
κοιτούσες έτσι».
«Αν ήξερα τί;» μου κάνει μ’ εκείνη την ωραία φωνή
που άφηνε πίσω της μια αίσθηση ευθύτητας.
«Το πόσο σε πόθησα. Σε τι διχασμό, για χρόνια, μ’
έσπρωξες...».
Ένα φως έρχεται μέσα στ’ αυστηρό, απόμακρο,
πληγωμένο βλέμμα της. Ένα φως ελπίδας.
«Ώστε έτσι», λέει. Και το φως των ματιών της
αρχίζει να εκτοπίζει τα μαχαίρια που με σφάζουν.
Υπάρχουν δυο χείλια απέναντι μου, ένα κορμί που
πόθησα και ποθώ ακόμα, μ’ όλα τα δικά μου εμπόδια γκρεμισμένα πια, μέσα στη νέα
πραγματικότητα.
«Ω πόσο ευτυχισμένος θα γινόμουν αν θα μπορούσες ν’
ανεχτείς τη δίψα μου για σένα», της λέω.
Δεν απαντά. Δε μου δίνει με κάτι το ελεύθερο να την
πλησιάσω. Βέβαια, τα μάτια της έχουν εκείνο το φως μέσα τους, αλλά αυτό μπορεί
να λέει πολλά πράγματα.
Μπορεί να λέει: «Τώρα πια όχι».
Μου ’ρχεται μια σκέψη. Αυτή:
Πρέπει να δοκιμάσεις. Να της δώσεις έτσι την
ευκαιρία μιας απόρριψής σου. Θα ’ναι μια ικανοποίηση που τη δικαιούται, που της
τη χρωστάς. Και πλησιάζω τα χείλη της. Το κορμί της. Την ανάσα της. Τον κρατήρα
του πόθου μου.
Ποτέ δεν είχα λέξεις για κάποια μου συναισθήματα,
για κάποιες μου σκέψεις. Ούτε τώρα έχω για ό,τι ένιωσα μέσα σε κείνο το βαγόνι
του συρμού που πήγαινε στο δυτικό πάρκο. Πώς λοιπόν να περιγράψω τη διάσπαση
του πόθου μου μέσα στο κορμί τής Ανάφης; Του πόθου της στο δικό μου; Η λέξη
απερίγραφτο, είναι αναιμική, άδικη. Γι’ αυτό, υποχρεωτικά, κάνω ένα άλμα πάνω
στα γεγονότα του βαγονιού, και φτάνω στη στιγμή που η Ανάφη κι εγώ,
αγκαλιασμένοι, μπαίνουμε στο δυτικό πάρκο, από την κεντρική πύλη.
Διασχίζουμε την καμάρα με τους κισσούς και φτάνουμε
στο μονοπάτι που βγάζει στον ελαφότοπο. Το ακολουθούμε.
«Θα ’ταν άδικο, να μη συμβεί στη ζωή μας ό,τι
άρχισε πριν», λέω.
«Θα ’ταν», μου κάνει κι εκείνη.
Δαγκώνω απαλά τα χείλη της, τη γλώσσα της. Σφίγγω
τα στήθη της. Λεηλατώ τα πόδια της, μέχρι εκεί που τελειώνουν. Τελειώνουμε,
ταυτόχρονα, και οι δυο. Κι αυτά όλα σε μια άφθαρτη επανάληψη. (Κυνισμός είναι αυτό: Αιωνιότητα και ηδονή,
είναι οι μοναδικοί μας πόθοι).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου