Τ
|
ώρα, στο κέντρο του καλοκαιριού, κολυμπάω, σε μία
έρημη ακτή του κόλπου, ντυμένος κι εγώ τα χρώματα του δειλινού. Από μακριά
φτάνει απαλά ο ήχος της καμπάνας του μοναστηριού. Το ντιν-νταν της μοιάζει με
ήχο βηματισμού κάποιας αίσθησης, που εύκολα ονοματίζω. Ύστερα ο ήχος σβήνει.
Αλλά η αίσθηση παραμένει...
Τώρα βρίσκομαι στο κέντρο ενός κύκλου, που ζωγραφίζει
πάνω στο νερό ένα δελφίνι.
«Έλα», του λέω.
Είναι τα μάτια του κοντά στα δικά μου. Τα βλέμματά
μας, αλληλομεταγγισμένα, αντανακλώνται πάνω στις ανταύγειες του δειλινού.
Ύστερα, ενωμένα, ταξιδεύουν στα μήκη και στα πλάτη του χώρου.
Χαϊδεύω την πλάτη του δελφινιού.
«Αύριο πάλι», του λέω κι αρχίζω να κολυμπάω προς την ακτή.
Το γκρίζο του σούρουπο πάει να μαυρίσει όταν αρχίζω
να ντύνομαι. Κι όταν φοράω τα μπλε, αδιαφανή γυαλιά μου, το σκοτάδι έχει
καθίσει παντού. Στέκομαι πέντε δέκα λεπτά μέσα στην αρχή της νύχτας και μετά
παίρνω τον δρόμο για τη Μονή.
Ακούστε. Δεν πίστεψα ποτέ ότι ο Ρόλλαν θα μου
συνιστούσε, χωρίς λόγο, να προμηθευτώ μπλε αδιαφανή γυαλιά. Ήξερα πως μετά το
«Ρέκβιεμ Για Μία Απόσταση» θα ερχόταν κάτι άλλο. Και ήρθε. Ήταν ένα μουσικό
κομμάτι που βρισκόταν στους αντίποδες της αίσθησης ενός ρέκβιεμ. Ένας χείμαρρος
από νότες υπέρβασης, δύναμης, περήφανης, άγριας μοναξιάς που έλεγαν ότι αφού
το φως του Θεού, του Καλού δεν μπορούσε να φτάσει μέχρι τα σκοτάδια του
κατώτερου Κόσμου μας, έπρεπε να στείλουμε εμείς το δικό μας στον Θεό, στο Καλό,
στο Επέκεινα. Κι ένας σωστός δρόμος, για να συμβεί αυτό, ήταν αυτός που ακολουθούσαμε
στο κρατίδιο της Μονής.
Ήταν, λοιπόν, οι νότες της δικής του μουσικής, που τον
έκαναν ν’ αποδεχτεί το τέλος του, εκείνο το βράδυ στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Και
ήταν εκείνη η πράξη του η μουσική της μουσικής του. Η μόνη που μπορούσε ν’
αφουγκραστεί ο Δημιουργός της ατέρμονης Υπερδημιουργίας. Η μόνη που μπορούσε να
υποχρεώσει το Απόλυτο να στρέψει το βλέμμα του προς το επίπεδό μας. Να το κάνει
ν’ αποσπάσει τη ματιά του από τον εαυτόν του.
Θέλω να πιστεύω πως ο Ρόλλαν, μέσα στο Όνειρο ενός
άλλου επιπέδου, με το σαξόφωνό του παίζει την μπαλάντα του Κόσμου μας, με
μάτια που δεν τα κρύβουν γυαλιά. Που κανένας και τίποτα δεν τολμά να τ’
αντικρίσει.
Κι εγώ, αυτό ονειρευόμουν να ονειρευτώ. Επιτέλους!
Ερμήνευσα το όνειρο του πραγματικού! Μεταγγίστηκε στα μάτια μου το βλέμμα του
αύριο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου