Απόσπασμα από την 3η έντυπη
έκδοση
(που σύντομα θα
κυκλοφορήσει)
του μυθιστορήματος:
«ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ»
(μια άλλη διάσταση του αστυνομικού
μυθιστορήματος)
Ο ΡΟΒΥΡΟΣ
ΚΑΤΗΦΟΡΙΖΕΙ ένα πράσινο λόφο. Ξημερώνει. Δυο τρία χιλιόμετρα πιο κάτω
αρχίζει μία θάλασσα, της οποίας το τέλος σβήνει στο βάθος του ορίζοντα. Είναι
μία αίσθηση συμφιλίωσης μέσα του. Κάτι λυτρωτικό, απέραντα φιλικό, αλλά άγνωστο
φωλιάζει μέσα του, αλλά και παντού ολόγυρα, μέχρι πέρα, στο βάθος του χώρου.
Υπάρχει μία άδηλη υπόσχεση μέσα του. Καταλαβαίνει πως διασχίζει ένα απέραντο
όνειρο.
Ξαφνικά, μέσα στην ησυχία του τοπίου, ακούγονται
παιδικές φωνές, γέλια. Γυρίζει και βλέπει πίσω του μία ομάδα μικρών παιδιών να
κατηφορίζει προς το μέρος του, χαιρετώντας τον. Όταν τον πλησιάζουν, κάτι
αποδυναμώνεται από την αίσθηση που υπάρχει στο είναι του.
"Μα, πρόκειται για τα παιδιά που... Για τα δεκαεπτά
παιδιά...”, λέει, άγνωστο σε ποιον.
Τα παιδιά τώρα έχουν φτιάξει έναν κύκλο χαράς και
παιχνιδιού γύρω του. Θέλει κάτι να τους πει, αλλά δεν μπορεί να μιλήσει.
Προσπαθεί, προσπαθεί, αλλά η λέξη που θέλει να προφέρει, δε σχηματίζεται. Τη
γνωρίζει. Τη νιώθει. Όμως, δεν μπορεί να την κάνει ήχο. "Ροβύρο, δεν
πειράζει", του λένε τα παιδιά. "Δεν πειράζει" και αρχίζουν ν’
απομακρύνονται γοργά, κατηφορίζοντας προς τη θάλασσα.
Η αίσθηση που τον κατέχει, αρχίζει να επανέρχεται
στην πρώτη της ένταση. (Είναι η αίσθηση που παράγει η Συγγνώμη, η αμφίδρομη
αίσθηση που θα φέρει η ερμηνεία του Κόσμου, από το Ελάχιστο στο Μέγιστο. Από
τα όντα στο Ον. Και αντίστροφα).
Όταν τα γέλια και οι χαρούμενες φωνές των παιδιών
σβήνουν, ο Ροβύρος, από ένα βύθισμα του εδάφους, βλέπει ξαφνικά έναν άντρα να
του χαμογελά. Αμέσως τα συναισθήματά του διαμορφώνονται όπως, πριν λίγο, και
με τα παιδιά.
"Μα είναι ο φονιάς των δικών μου, που
σκότωσα", μονολογεί.
"Δεν πειράζει, Ροβύρο", του κάνει ο άντρας
χαμογελώντας πάντα. "Θα συναντηθούμε όλοι στην παραλία".
Λίγο πιο κάτω, συναντά, διαδοχικά, όλα τα θύματά του.
"Δεν πειράζει, Ροβύρο", του λένε όλα με
χαμόγελο. Με πειστικότητα.
Πλησιάζοντας στη παραλία, βρίσκεται πάνω από το μυχό
ενός κόλπου. Είναι κόσμος, ιστιοφόρα και υλοποιημένα όνειρα μέσα στον κόλπο.
Είναι η αντιστροφή του Κόσμου, μέσα εκεί. Το Επέκεινα. Η Πετρούλα, η
Αναστασία, οι γονείς, οι φίλοι, οι γνωστοί, οι άγνωστοι. Τα ζώα, τα φυτά
Γενικά, όλοι όσοι και όσα υπήρξαν και του λένε:
"Δεν πειράζει Ροβύρο. Δεν πειράζει. Έλα".
Είναι εκείνο που έπρεπε να είναι, το Είναι του Κόσμου,
μέσα στον κόλπο. Αυτοπροσώπως, ο Θεός, φορώντας την τελευταία Του μάσκα. (Πίσω από την έσχατη
μάσκα τον Θεού, υπάρχει το πρόσωπο των ονείρων μας. Και υπήρξαν όμορφα, αγαθά,
όλο αγάπη τα όνειρα των όντων).
Τρέχει ένα αεράκι πάνω από τον κόλπο, πάνω από τη
θάλασσα. Άσπρα θαλασσοπούλια φτερουγίζουν ανάμεσα στο γαλάζιο του ουρανού και
της θάλασσας. Τα πλοία με τ’ ανοιχτά πανιά ταξιδεύουν για τη χώρα που βρίσκεται
πίσω από τον ορίζοντα. Για το έσχατο όνειρο. (Πάλι γι’ αυτό το Όνειρο σας
μιλάω).
Ο Ροβύρος, η Πετρούλα και η Αναστασία, ακουμπισμένοι,
αγκαλιασμένοι σε κάποια πλώρη, ρουφάνε αχόρταγα την αρμύρα της θάλασσας, τον
πρόλογο εκείνου που έρχεται.
Ξαφνικά, παράλογα, μέσα στο απέραντο μπλε, πέφτει η
αστραπή του Πραγματικού και το όνειρο θρυμματίζεται.
Είναι πάνω σ’ ένα κρεβάτι, μέσα σ’ ένα μικρό, άσπρο
δωμάτιο, ο Ροβύρος. Φυλακισμένος σ’ ένα κελί της πραγματικότητας είναι, με τις
μνήμες του έτοιμες να τον κατασπαράξουν.
"Ελάτε να φάτε ό,τι απέμεινε", ψιθυρίζει.