ανοιχτο ηλεκτρονικο ημερολογιο ενος συγγραφεα

σκεψεις...

Ετικέτες

Ο (1) τι δεν... (1)

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014


Απόσπασμα από την 3η έντυπη έκδοση
(που σύντομα θα κυκλοφορήσει)
του μυθιστορήματος:
«ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ»
(μια άλλη διάσταση του αστυνομικού μυθιστορήματος)
 
 Ο ΡΟΒΥΡΟΣ ΚΑΤΗΦΟΡΙΖΕΙ ένα πράσινο λόφο. Ξη­μερώνει. Δυο τρία χιλιόμετρα πιο κάτω αρχίζει μία θάλασσα, της οποίας το τέλος σβήνει στο βάθος του ορίζοντα. Είναι μία αίσθηση συμφιλίωσης μέσα του. Κάτι λυτρωτικό, απέραντα φιλικό, αλλά άγνωστο φωλιάζει μέσα του, αλλά και παντού ολόγυρα, μέχρι πέρα, στο βάθος του χώρου. Υπάρχει μία άδηλη υ­πόσχεση μέσα του. Καταλαβαίνει πως διασχίζει ένα απέραντο όνειρο.
Ξαφνικά, μέσα στην ησυχία του τοπίου, ακούγονται παιδικές φωνές, γέλια. Γυρίζει και βλέπει πίσω του μία ομάδα μικρών παιδιών να κατηφορίζει προς το μέρος του, χαιρετώντας τον. Όταν τον πλησιά­ζουν, κάτι αποδυναμώνεται από την αίσθηση που υ­πάρχει στο είναι του.
"Μα, πρόκειται για τα παιδιά που... Για τα δεκαε­πτά παιδιά...”, λέει, άγνωστο σε ποιον.
Τα παιδιά τώρα έχουν φτιάξει έναν κύκλο χαράς και παιχνιδιού γύρω του. Θέλει κάτι να τους πει, αλ­λά δεν μπορεί να μιλήσει. Προσπαθεί, προσπαθεί, αλλά η λέξη που θέλει να προφέρει, δε σχηματίζεται. Τη γνωρίζει. Τη νιώθει. Όμως, δεν μπορεί να την κάνει ήχο. "Ροβύρο, δεν πειράζει", του λένε τα παιδιά. "Δεν πειράζει" και αρχίζουν ν’ απομακρύνονται γοργά, κατηφορίζοντας προς τη θάλασσα.
Η αίσθηση που τον κατέχει, αρχίζει να επανέρχε­ται στην πρώτη της ένταση. (Είναι η αίσθηση που πα­ράγει η Συγγνώμη, η αμφίδρομη αίσθηση που θα φέ­ρει η ερμηνεία του Κόσμου, από το Ελάχιστο στο Μέ­γιστο. Από τα όντα στο Ον. Και αντίστροφα).
Όταν τα γέλια και οι χαρούμενες φωνές των παι­διών σβήνουν, ο Ροβύρος, από ένα βύθισμα του εδά­φους, βλέπει ξαφνικά έναν άντρα να του χαμογελά. Αμέσως τα συναισθήματά του διαμορφώνονται ό­πως, πριν λίγο, και με τα παιδιά.
"Μα είναι ο φονιάς των δικών μου, που σκότωσα", μονολογεί.
"Δεν πειράζει, Ροβύρο", του κάνει ο άντρας χαμο­γελώντας πάντα. "Θα συναντηθούμε όλοι στην παρα­λία".
Λίγο πιο κάτω, συναντά, διαδοχικά, όλα τα θύματά του.
"Δεν πειράζει, Ροβύρο", του λένε όλα με χαμόγελο. Με πειστικότητα.
 
Πλησιάζοντας στη παραλία, βρίσκεται πάνω από το μυχό ενός κόλπου. Είναι κόσμος, ιστιοφόρα και υ­λοποιημένα όνειρα μέσα στον κόλπο. Είναι η αντι­στροφή του Κόσμου, μέσα εκεί. Το Επέκεινα. Η Πε­τρούλα, η Αναστασία, οι γονείς, οι φίλοι, οι γνωστοί, οι άγνωστοι. Τα ζώα, τα φυτά Γενικά, όλοι όσοι και όσα υπήρξαν και του λένε:
"Δεν πειράζει Ροβύρο. Δεν πειράζει. Έλα".
Είναι εκείνο που έπρεπε να είναι, το Είναι του Κό­σμου, μέσα στον κόλπο. Αυτοπροσώπως, ο Θεός, φο­ρώντας την τελευταία Του μάσκα. (Πίσω από την έ­σχατη μάσκα τον Θεού, υπάρχει το πρόσωπο των ο­νείρων μας. Και υπήρξαν όμορφα, αγαθά, όλο αγάπη τα όνειρα των όντων).
Τρέχει ένα αεράκι πάνω από τον κόλπο, πάνω από τη θάλασσα. Άσπρα θαλασσοπούλια φτερουγίζουν ανάμεσα στο γαλάζιο του ουρανού και της θάλασ­σας. Τα πλοία με τ’ ανοιχτά πανιά ταξιδεύουν για τη χώρα που βρίσκεται πίσω από τον ορίζοντα. Για το έσχατο όνειρο. (Πάλι γι’ αυτό το Όνειρο σας μιλάω).
Ο Ροβύρος, η Πετρούλα και η Αναστασία, ακου­μπισμένοι, αγκαλιασμένοι σε κάποια πλώρη, ρουφά­νε αχόρταγα την αρμύρα της θάλασσας, τον πρόλογο εκείνου που έρχεται.
Ξαφνικά, παράλογα, μέσα στο απέραντο μπλε, πέ­φτει η αστραπή του Πραγματικού και το όνειρο θρυμματίζεται.
Είναι πάνω σ’ ένα κρεβάτι, μέσα σ’ ένα μικρό, ά­σπρο δωμάτιο, ο Ροβύρος. Φυλακισμένος σ’ ένα κελί της πραγματικότητας είναι, με τις μνήμες του έτοιμες να τον κατασπαράξουν.
"Ελάτε να φάτε ό,τι απέμεινε", ψιθυρίζει.