ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ
16/χρονο (1999 – 2015)
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
ΕΝΟΣ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ (1.600+ likes)
2014-09-17
Ø Σκέφτομαι ξανά σήμερα μετά από
χρόνια, πιο ήταν το πιο σημαντικό κείμενο που διάβασα μέχρι τώρα, αυτό που
μίλησε μέσα μου, που με σφράγισε. Που διαμόρφωσε τον ψυχισμό μου. Ένα αρχαίο
ινδικό παραμύθι ήταν, που είχε χαρακτηριστεί ως το ωραιότερο του κόσμου. Που με
βοήθησε, μου «επέτρεψε» να το διασκευάσω. Να του προσθέσω, κυρίως, την
τελευταία του φράση, που ήταν η αιτία αυτής της 2ης δημοσίευσης
σε αυτό το Ημερολόγιο. Ό,τι διαβάσει ο αναγνώστης αυτού του ημερολογίου, ή των
βιβλίων μου είναι κατώτερο από αυτό το παραμύθι. Η διασκευή δημοσιεύτηκε
στο περιοδικό «ΣΚΕΨΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ» (τεύχος 6
Γενάρης-Φλεβάρης 1986). Και είναι αυτή:
ΜΙΑ
ΦΟΡΑ κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα της Ανατολής, ζούσε ένας νεαρός
πρίγκιπας. Όλοι οι κάτοικοι της χώρας εκείνης, συνήθιζαν να λένε για τον
πρίγκιπά τους , με υπερηφάνεια, πως ποτέ δεν είχαν δει καλύτερο άνθρωπο απ’
αυτόν. Μα ούτε είχαν διαβάσει, ή ακούσει για άλλον που να τον πλησιάζει.
Και
πραγματικά, αυτή ήταν η αλήθεια χωρίς τόση δα υπερβολή. Έλεγαν, ακόμα, πως τόση
ήταν η δύναμη της καλοσύνης του στα έργα και στα μάτια του, που και ο πιο
τρομερός κακούργος όταν τον συναντούσε, ήταν αδύνατο να μην αλλάξει, να μην
γίνει ό,τι και πριν. Ο πατέρας του νεαρού πρίγκιπα, σύντομα του παρέδωσε τη
βασιλική του εξουσία, γιατί όπως είπε: «Κανένας δε θα μπορούσε να κυβερνήσει τη
χώρα με πιο πολύ καλοσύνη, δικαιοσύνη και σοφία. Και η χώρα μας, όπως κάθε χώρα,
έχει ανάγκη από ηγέτες με τέτοιες αρετές».
Έγινε
λοιπόν αρχηγός του κράτους ο πρίγκιπας. Και γρήγορα πολλά πράγματα άλλαξαν σ’
εκείνη τη χώρα. Ας πούμε, πρώτα πρώτα, τ’ ανάκτορο του πρίγκιπα έγινε μικρό,
απλό, φτωχικό όσο και η καλύβα του πιο ταπεινού χωρικού. Μετά, έβγαλε τα
βασιλικά του ρούχα, ντύθηκε όπως ο κάθε απλός άνθρωπος της χώρας του, και
παρακάλεσε να τον αποκαλούν με τ’ όνομά του. Μόνο από την έκφραση των ματιών
του μπορούσε κάποιος να ξεχωρίσει τον πρίγκιπα (που θα συνεχίσουμε να τον λέμε
έτσι μια και δεν ξέρουμε τ’ όνομά του).
«Ό,τι
αναπνέει ή δεν αναπνέει, δικαιούται, αξίζει την αγάπη και τον σεβασμό μας»,
λένε πως είχε γράψει πάνω από την πόρτα του ανακτόρου, συγγνώμη της καλύβας
του. Μια δεύτερη
τελευταία γραφή που διάβαζε όποιος έμπαινε (και
έμπαινε ο καθένας) στο σπίτι του έγραφε: « Όταν κι ένας μονάχα άνθρωπος
δυστυχεί, πονά, αδικείται, τότε όλο το κορμί της ανθρωπότητας είναι άρρωστο και
μπορεί να πεθάνει».
Αυτά
λοιπόν έλεγε, μα προπάντων προσπαθούσε να πράξει ο νεαρός Πρίγκιπας και η χώρα
του καθημερινά γινόταν όλο και πιο ευτυχισμένη. Γιατί οι άνθρωποι είχαν έναν
αρχηγό που πρώτος αυτός εφάρμοζε τις σοφές του κουβέντες. Όμως, κάποια μέρα, ο
καλός μας Πρίγκιπας αρρώστησε βαριά και γρήγορα πέθανε. Όλος ο λαός της χώρας
έκλαψε τον θάνατό του. Κι ανήσυχα αναρωτήθηκε τι θα γινόταν η χώρα δίχως τον
καλό, σοφό της αρχηγό. Ευτυχώς όμως τα πράγματα συνέχισαν να πηγαίνουν καλά,
γιατί ο σπόρος που είχε σπαρθεί από τον Πρίγκιπα είχε για καλά φυτρώσει στις
ψυχές των ανθρώπων.
Ο
Πρίγκιπας της ιστορίας μας στο μεταξύ, όπως ήταν φυσικό και δίκαιο, επειδή στη
ζωή του ήταν τόσο καλός, πήγε στον Παράδεισο. Εκεί, κάποιος γεροντάκος άγιος,
τον υποδέχτηκε με μεγάλες τιμές, γιατί ακόμα και οι ψυχές, που είχαν μάθει
βέβαια τα της ζωής του, τον θαύμαζαν και τον αγαπούσαν. Για να τον τιμήσουν
λοιπόν, σκέφτηκαν να του δείξουν τα μέρη του Παραδείσου, όπου οι ψυχές των
καλών ανθρώπων απολάμβαναν την μακαριότητα της ανταμοιβής τους.
Ο
Πρίγκιπάς μας, δέχτηκε την πρόταση του γεροντάκου με χαρά.
Έτσι
άρχισε το μακρύ ταξίδι στα μέρη του Παραδείσου και ο Πρίγκιπας είδα πράγματα
που ποτέ του δεν είχε φανταστεί. Ήταν πρωτόγνωρα συγκινημένος. Όταν όμως η
περιήγηση πήγαινε προς το τέλος της, άρχισε να δείχνει σκεφτικός και
στεναχωρημένος.
Ο γεροντάκος – άγιος, το παρατήρησε κι ένιωσε άσχημα,
γιατί το πριγκιπόπουλο που είχε υπάρξει στην κάτω ζωή του σαν τόσο καλός
άνθρωπος, έπρεπε τώρα πια, εδώ στον Παράδεισο να είναι πάντα ευτυχισμένο.
«Ποια
σκέψη συννέφιασε το πρόσωπό σου;» ρώτησε.
«Σκέφτομαι
την κόλαση. Εκείνους που ζουν μέσα της. Άγιε, σε παρακαλώ ας πάμε ως εκεί».
«Μα…»,
είπε ο γεροντάκος. «Αυτό που ζητάς είναι δύσκολο. Και ασυνήθιστο. Χρειάζονται
ένα σωρό διαδικασίες».
Ο
Πρίγκιπας δεν μίλησε. Μόνο η θλίψη χαράκωσε το πρόσωπό του.
«Τέλος
πάντων. Θα δω τι μπορεί να γίνει μ’ αυτή την παράξενη επιθυμία σου», είπε μην
αντέχοντας να βλέπει έτσι το Πριγκιπόπουλο, ο γέροντας. «Αύριο. Ίσως αύριο
μπορέσουμε να πάμε κατά κει».
Την
άλλη μέρα η επιθυμία του Πρίγκιπα εκπληρώθηκε.
Σαν
έφτασαν στην κόλαση, τα μάτια του νεαρού είδαν πράγματα φριχτά. Εκατομμύρια
ψυχές κολασμένων υπέφεραν μαρτύρια που ξεπερνούσαν κάθε αντοχή. Κάθε
σκοπιμότητα δικαιοσύνης.
Η ψυχή
του νέου έσφιξε από συμπόνια. Τα μάτια του άρχισαν να δακρύζουν.
«Και
μέχρι πότε θα κρατήσει αυτό το μαρτύριο;» Ρώτησε με φωνή σβησμένη.
«Για
πάντα», είπε ο Άγιος.
«Για
πάντα;» ρώτησε κατάπληκτος, όλος φρίκη εκείνος.
«Ναι,
για πάντα».
«Δηλαδή
δεν υπάρχει καμία ελπίδα, κανένας τρόπος να σταματήσει αυτό το μαρτύριο;»
«Όχι, δεν υπάρχει».
«Μα
αυτό είναι ακατανόητο. Πως είναι δυνατόν η Δικαιοσύνη να είναι υπέρτερη αξία
από την Αγάπη;» ψιθύρισε ο Πρίγκιπας.
Ο
γεροντάκος βλέποντας τη θλίψη και την απορία του, είπε: «Δηλαδή υπάρχει ένας
τρόπος, αλλά αυτός είναι μόνο θεωρητικά δυνατός».
«Ποιος;»
ρώτησε ο νέος. «Ποιός;»
«Να
πάρει κάποιος τη θέση τους».
«Την
παίρνω εγώ», είπε ο Πρίγκιπας. Και τίναξε την κόλαση στον αέρα!
Λένε
πως τότε, για πρώτη φορά, ο άνθρωπος είδε ένα μικρό μέρος της απεραντοσύνης του
Θεού. Πως πήρε μια λέξη από τη Σιωπή
Του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου