Απόσπασμα από το μυθιστόρημα
«ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ»
Η «ιστορία» ενός τρομοκράτη
(2 έντυπες εκδόσεις + 1 σε e-book)
(πάντρεμα του πραγματικού με την
μυθοπλασία)
Βράδυ, γύρω στις οχτώ, στου Λουμίδη της Σταδίου. Είναι η φοβερή, απρόβλεπτη
νύχτα εκείνου του Νοέμβρη. Μισή ώρα πριν, έχει αφήσει την Αναστασία και την
Πετρούλα στο σπίτι των πεθερικών του, με την υπόσχεση ότι θα επιστρέψει κατά
τις εννιά.
Το ισόγειο όπως και το πατάρι είναι γεμάτα από κόσμο. Όλοι συζητούν για τα
γεγονότα του Πολυτεχνείου, που δείχνουν να πλησιάζουν τη δραματική τους
κορύφωση.
Η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη. Το πλήθος, κυρίως νέοι, που ανεβαίνει τη
Σταδίου είναι ανήσυχο. Μερικοί, κοιτώντας προς την Ομόνοια, τρέχουν. Οι
καταστηματάρχες αρχίζουν να κατεβάζουν τα ρολά των καταστημάτων. Ξαφνικά
ακούγεται πυροβολισμός. Ύστερα, στη στοά, από τη μεριά της Πανεπιστημίου,
μπαίνει μία ομάδα τραμπούκων του καθεστώτος, οπλισμένη με δοκάρια κι αρχίζει
να χτυπά στα τυφλά το πλήθος. Οι περισσότεροι τρέχουν πανικόβλητοι προς την
έξοδο της Σταδίου. Μερικοί κατορθώνουν και μπαίνουν στου Λουμίδη. Δύο τρεις από
αυτούς είναι γεμάτοι αίματα.
"Οι φονιάδες χτυπούν στο ψαχνό", λένε. "Σφάζουν
τα παιδιά στο Πολυτεχνείο. Κάτω η χούντα”.
"Κλείστε τις πόρτες", φωνάζουν κάποιοι.
Οι τραμπούκοι βγαίνουν στη Σταδίου, ενώνονται με άλλους τραμπούκους που
ανεβαίνουν και όλοι μαζί, χτυπώντας το πλήθος το σκορπίζουν. Ακούγεται κι άλλος
πυροβολισμός.
"Πρέπει να βγούμε από δω", ακούει σε μία στιγμή να λέει πίσω του
ο ποιητής Καρούζος ανήσυχος. "Θα μας χτυπήσουν οι δολοφόνοι".
"Έξω ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος. Ας περιμένουμε μέχρι να
ξεκαθαρίσει η κατάσταση", φωνάζει κάποιος.
Ο περισσότερος κόσμος δείχνει αναποφάσιστος. Μερικοί ανοίγουν τις πόρτες
και φεύγουν. Όσοι έμειναν στριμώχνονται στις τζαμαρίες προσπαθώντας να δουν
έξω. Ανησυχία, φόβος και οργή λιμνάζουν στην αίθουσα.
Κάποια στιγμή, στη Σταδίου, έξω από τη στοά, σκάει ένα δακρυγόνο. Αμέσως
μετά, πολλοί ανοίγουν τις πόρτες και σκορπίζονται. Οι υπόλοιποι φεύγουν όταν
τα αέρια του δακρυγόνου αρχίζουν να φράζουν την ανάσα και να μαστιγώνουν τα
μάτια τους. Ο Ροβύρος από τη στοά Νικολούδη βγαίνει στην Πανεπιστημίου και
μπαίνει στην Ιπποκράτους. Από κει, μέσω της Σκουφά, ακολουθώντας το ρεύμα
φυγής, φτάνει στον Άγιο Διονύσιο. Εκεί, μέσα σε μία ομάδα που κατεβαίνει από
το Λυκαβηττό, βλέπει τον Λεωνίδα Χριστάκη που του λέει:
"Όλοι οι δρόμοι προς το Πολυτεχνείο είναι γεμάτοι από χουντικά
καθάρματα που χτυπούν στο ψαχνό. Μόνο προς τα πάνω είναι ελεύθεροι οι δρόμοι.
Πρόσεχε".
Ο Ροβύρος, κόντρα στη συμβουλή του Χριστάκη, ανεβαίνει στον περιφερειακό
του Λυκαβηττού και μετά, κατεβαίνοντας στα σκαλάκια της οδού Οίτης, βγαίνει στη
Σίνα, πίσω από τον Άγιο Νικόλαο. Εκεί τα πράγματα δείχνουν πιο ήσυχα. Μπαίνει
στη Βαλτετσίου. Πρέπει να πάει προς τα Εξάρχεια. Το σπίτι των πεθερικών του,
όπου βρίσκονται η γυναίκα και το παιδί του, είναι στην Τσαμαδού. Πλησιάζοντας
προς την περιοχή του Πολυτεχνείου, διαπιστώνει πως εκεί, εξεγερμένοι
δημοκρατικοί πολίτες έχουν καταλύσει το χουντικό κράτος, επεκτείνοντας την ελεύθερη
περιοχή που έχουν δημιουργήσει οι φοιτητές μέσα στο Πολυτεχνείο. Χιλιάδες
εξεγερμένοι καίνε, γκρεμίζουν σύμβολα του καθεστώτος. Ανάβουν φωτιές,
καταλαμβάνουν κτίρια. Καταδιώκουν, ξυλοκοπούν έμμισθους πράκτορες του
καθεστώτος.
Ο Ροβύρος σκέφτεται πως σύντομα η περιοχή θα μεταβληθεί σε πεδίο μάχης. Πως
είναι αδύνατο το φασιστικό καθεστώς να επιτρέψει, αμαχητί, την επέκταση της
εξέγερσης σε ολόκληρη την Αθήνα. Έτσι παίρνει τη γυναίκα και το παιδί από το
σπίτι των πεθερικών του, φτάνει στη Σ. Τρικούπη, με σκοπό να βγούνε στην
Αλεξάνδρας και από εκεί, μέσω της πλατείας Βικτωρίας, να φτάσουν στο σπίτι
τους.
Ω! πόσο αμέριμνοι, αθώοι, τραγικοί τρέχουμε μερικές φορές να συναντήσουμε
τους κεραυνούς κάποιων γεγονότων! (Όπως το Τίποτα την αρχή του Κόσμου. Όπως
ο Κόσμος το Τίποτα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου