Απόσπασμα
από τον «ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝΕ ΚΑΝΕΝΑΝ»
(Ένα
επεκτάσιμο μυθιστόρημα. Κυκλοφορεί μόνο σε e-book).
(1η
έκδοση 1996, 2η έκδοση 1998 –διπλάσιας έκτασης-).
«...Αχ αυτός ο Μπερδάγιεφ... Εκεί που
είσαι έτοιμη να τον χαρακτηρίσεις αιρετικό της Ορθοδοξίας, εκεί ακριβώς
εξακριβώνεις πως η σκέψη του, τελικά, δίνει ένα εύρος στο Ορθόδοξο δόγμα. Πλησιάζει
περισσότερο από όλους μας την Θεϊκή Οντότητα. Γιατί, κακά τα ψέματα, εκείνο
που γνωρίζουμε λιγότερο εμείς οι χριστιανοί είναι ο Θεός. Τα συναισθήματά Του
για την ύπαρξη του πόνου, του Κακού και την κυριαρχία του στον κόσμο μας...»,
ακούω σε μία στιγμή να λέει η αδελφή Αναστασία κι αμέσως βγαίνω βιαστικά από
τις σκέψεις μου.
Εδώ και ώρα, είμαστε καθισμένοι (έξι
μοναχές, η Αθηνά, ο Πανάς κι εγώ) στο εστιατόριο της Μονής και συζητάμε μετά
το γεύμα. Το πότε άρχισε η θεολογική συζήτηση δεν το αντιλήφτηκα. Όμως, τα
τελευταία λόγια της Ηγουμένης μ’ έριξαν απότομα στη συζήτηση.
«Και ποια υποψιάζεστε πως μπορεί να ‘
ναι τα συναισθήματα του Θεού για την κυριαρχία του αίματος, του πόνου;» ρωτάω.
Η Ηγουμένη στρέφει τα μπλε μάτια της σε
μένα και μετά τα καρφώνει στο πάτωμα.
«Συναισθήματα ενοχής», λέει σιγά και
αρχίζει να σταυροκοπιέται.
«Πώς είπατε;» ρωτάω.
Η Αδελφή Αναστασία έχει μία παράκληση
στα μάτια της. Νιώθω να μου λέει: Στο όνομα του Θεού. Μη μου ζητάτε να
επαναλάβω.
Ρίχνω μία ματιά στις πέντε μοναχές κι
αντικρίζοντας το αθώο, ταπεινό τους βλέμμα, λέω:
«Όχι. Δεν χρειάζεται να επαναλάβατε,
Ηγουμένη. Σας κατάλαβα. Το ερώτημα είναι αν εσείς γνωρίζετε όλη τη σημασία αυτού
που είπατε».
«Τη γνωρίζω», λέει σιγά.
Σηκώνομαι και την πλησιάζω. Ψάχνω στα
γαλάζια της μάτια.
«Πριν λίγο περιγράψατε τον Θεό. Το Ανύπαρκτο»,
λέω κινούμενος προς τον εξώστη της Μονής.
Ένας χειμωνιάτικος ήλιος φωτίζει τα
νερά του κόλπου κι ένα παγωμένο αεράκι αρχίζει να μουδιάζει το πρόσωπό μου.
Ανάβω τσιγάρο.
«Δεν θα σκότωνα ποτέ έναν Θεό σαν τον Θεό της Ηγουμένης»,
μουρμουρίζω κάτω από τα δόντια μου. Μετά πηγαίνω στον ξενώνα μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου