Κομμάτια από το βιβλίο: «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ
ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝΕ ΚΑΝΕΝΑΝ».
(Ο
Κόσμος είναι ήδη αλλαγμένος από τη στιγμή που τον φανταστήκαμε καλύτερο, ηθικότερο.
Να γιατί είναι ρεαλιστικές οι ουτοπίες μας).
«Αχ, κάποιες φορές, πόσο παγιδευμένη
είναι η λογική μέσα στον εαυτόν της. Πόσο είναι παράλογη…», σκέφτομαι.
«Εσείς
οι διανοούμενοι μοιάζετε με ανθρώπους που αντί ν’ απολαύσουν κάτι ωραίο, το
βάζουν στο μικροσκόπιο και το ψάχνουν. Έτσι δεν μπορείτε να χαρείτε ένα
δειλινό, μία θάλασσα, ένα φρούτο, την αγάπη, τη φιλία, το σεξ, το φαγητό, τη
ζωή γενικά. Ούτε και να νιώσετε την αλήθεια του Ρόλλαν. Καλοί μου. Αυτός ο
άνθρωπος, αφού σκέφτηκε μόνος όσα δεν φανταστήκατε όλοι μαζί εσείς, μετά... πώς
να το πω... μετά έζησε και πέθανε όπως ένα άγριο ζώο, ωραία, σωστά, περήφανα
και φυσικά».
Εννοείται
πως η Αθηνά μας έβαλε να ψαχνόμαστε. Αργότερα πήγαμε στην παραλία για νυχτερινό
μπάνιο. Και είχε εκείνο το βράδυ η θάλασσα για όλους μας και για πρώτη φορά
μία αίσθηση πρωτεϊκή. Μέχρι δελφίνια μας πλησίασαν, ανακατεύτηκαν μαζί μας, κολύμπησαν
μαζί μας μαγνητισμένα, υποθέτω, απ’ ό,τι εξέπεμπαν τα σώματά μας.
«Αυτή
είναι η αλήθεια του Ρόλλαν», φώναξε κάποια στιγμή η Αθηνά. Όλα τα άλλα είναι
διανοουμενίστικη πολυλογία».
Υπάρχουν στιγμές που νιώθω ότι οι υπάρξεις
είναι οι αισθητήρες του Θεού...», λέει απρόσμενα η Αναστασία, όπως κοιτάμε
αμίλητοι το διάτρητο από φωτάκια βελούδο της νύχτας να κυριαρχεί παντού.
Είμαστε
καθισμένοι στη βεράντα του μοναστηριού, βυθισμένοι στις σκέψεις μας και ομολογώ
πως οι θεολογικές κουβέντες είναι ό,τι θα επιζητούσα λιγότερο. Παρ’ ολ’ αυτά,
λέω αθέατα βαριεστημένα:
«Οι
αισθητήρες του Θεού... Και ποιος είναι ο εξωτερικός χώρος του Θεού;».
Το
ερώτημά μου, αν το παρατηρήσατε, είναι δύσκολο, έχει ενδοχώρα, αλλά η Αναστασία
δεν κωλώνει από τέτοια.
«Υποθέτω
πως ο εξωτερικός χώρος του Θεού είναι ο Εαυτός Του», μου κάνει.
«Υποχρεωτικά.
Άρα είμαστε οι αισθητήρες της αυτογνωσίας Του...», λέω και πάλι αδιόρατα
βαριεστημένα.
«Προφανώς,
Παύλο».
«Οπότε,
ένας οποιοσδήποτε φονικός αισθητήρας, από τους άπειρους του γνωστού κόσμου,
ποια θεϊκή ιδιότητα ανιχνεύει;» ρωτάω, υποχρεώνοντας τη βαριεστιμάρα μου να
παραχωρήσει τη θέση της σε μία παιχνιδιάρικη διάθεση, ενώ, ταυτόχρονα, ρίχνω
την κουβέντα μας σε δύσκολα, βαθιά, κατασκότεινα νερά.
Η Αναστασία μου ρίχνει μία ματιά γεμάτη παράπονο.
«Αχ! αυτές οι σατανιστικές σου σπόντες. Αχ! αυτές
οι αναρχομεταφυσικές σου μπηχτές... Είναι στιγμές, όπως τώρα, που υποψιάζομαι
πως δεν αντέχεις τη μοναξιά της κόλασής σου και τότε στήνεις ψυχοπαγίδες με τα
βιβλία σου, ή με τις κουβέντες σου. Άντε να δούμε τί θα κάνουμε με σένα μέχρι
να συνειδητοποιήσεις πως η κόλαση δεν είναι η πατρίδα σου, όπως, άλλωστε, και
κανενός άλλου, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει αυτή η χώρα».
Δεν είναι εύκολο να κερδίσεις θεολογικό παιχνίδι
μαζί της. Αυτό είναι κάτι που το ξέρω από καιρό. Η Ηγουμένη διαθέτει μυαλό και
αισθήματα που σε υποχρεώνουν να στέκεις απέναντι της με σεβασμό. Έχει ορίζοντες
η Αναστασία. Αλλά προπάντων αισθήματα. Το μυαλό της έχει αντίκρισμα αισθημάτων.
Οι σκέψεις της αντιστοιχία συναισθημάτων. Ήγουν, συνέπεια βίου με το πιστεύω
της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου